γλεντερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλεντερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλεντερὸς ἐπίθ. Στ. Γρανίτσ., Ἄγρια καὶ ἥμερ., 55 γλιντιρὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) γλιdιρὸς Στερελλ. (Εὐρυταν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλεντῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός.
Σημασιολογία
1) Τερπνός, εὐχάριστος Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.): Αὐτὸς εἶι γλιντιρὸς τόπους. Γλιντιρὴ λίμ’. Γλιντιρὸ β’νὸ Αἰτωλ. 2) Εὐδιάθετος, εὔθυμος Στ. Γρανίτσ., ἔνθ’ ἀν.: Ὁ κάμπος εἶναι ζαλερὸς καὶ τρώει τὸ γλεντερὸ κοπάδι. Συνών. ἀλλεγρᾶτος, ἀλλέγρος, γελαστός, καλόχαρος, κεφᾶτος, πρόσχαρος, χαρούμενος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA