βλασταρεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλασταρεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βλασταρεˬὰ ἡ, ’Αθῆν. βλασταρκὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βλαστάρι καὶ τῆς καταλ. -εˬά.

Σημασιολογία

1) Τρυφερὸς κλάδος φυτοῦ, βλαστός, ᾽Αθῆν.: ᾎσμ. Ξερό ’ταν τὸ ραβδάκι του, χλωρὰ βλαστάριˬα πέτα κιˬ ἀνάμεσα ᾽ς τοὶς βλασταρεˬές πέρδικες κιλαηˬδοῦσαν. 2) Τὸ φυτὸν μετὰ τῶν ριζῶν του Κύπρ.: Ἔβκαλεν πέντε βλασταρκὲς ρουβίθκιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/