βλαστάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαστάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλαστάρι τό, βλαστάριν Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) βλαστάρι κοιν. καὶ Πόντ βλαστάρ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (’Αμισ.) βαστάρι Τσακων. φλαστάρι Μακεδ. (Βελβ.) γλαστάρι Βιθυν. βγοστάρι Καππ. (Φάρασ.) βκοστάρι Καππ. (Φάρασ.) γοστάρι Καππ. (Φάρασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. βλαστάριον.

Σημασιολογία

1) Νεαρὸς βλαστὸς φυτοῦ κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. Οἰν κ.ἀ.): Τὰ φυτὰ βγάζουν τὴν ἄνοιξι βλαστάριˬα. Τὸ κλῆμα-ἡ ἐλα͜ιὰ πέταξε βλαστάριˬα. Βλαστάριˬα ἀμπελήσιˬα-τῆς κάππαρις κοιν. || Φρ. Ἡλιˬοῦ βλαστάριν (ἀκτὶς ἡλίου) Πόντ. || ᾎσμ. Κὶ ᾿ς τὴν κορφὴ τοῦ βλασταριˬοῦ πιρδίτσιˬα ξιφουλιˬάζουν Θρᾴκ.(Αἶν.) β) Τὸ στέλεχος τοῦ κρομμύου Σέριφ. 2) Μεταφ. τὸ τέκνον σύνηθ.: Αὐτὸς ἔμεινε χωρὶς βλαστάρι. Νὰ χαρῇς τὰ βλαστάριˬα σου! σύνηθ. Νὰ χαθῇ τοὺ βλαστάρ’ σ᾽! (νὰ μείνῃς χωρὶς τέκνα!) Στερελλ. (᾿Αράχ.) Νὰ ζήσουν τὰ βλαστάριˬα σ᾿! αὐτόθ. Ἰλᾶτι, βλαστάριˬα μ᾿, νὰ σᾶς φ’λήσου Μακεδ. (Σισάν.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Εὔβ. (Στρόπον.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/