βλασταριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλασταριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βλασταριˬάζω ἀμάρτ. βλασταριˬάζου Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βλαστάρι.

Σημασιολογία

Ἐπὶ παντὸς φυτοῦ καὶ ἰδίᾳ τῆς ἀμπέλου, ἐκφύω βλαστούς: Βλαστάριˬασαν τὰ κλήματα-τὰ λάχανα Καστορ. Βλασταριˬάζ’νι τ᾿ ἀμπέλιˬα Αἰτωλ. Βλασταριˬασμένου κλῆμα αὐτόθ. Συνών. ἀπολύω Α11, βλασταρώνω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/