ἀτάνωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτάνωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτάνωτος ἐπίθ. Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τανωτὸς < τανώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἀρτυθεὶς μὲ τάνι, ἤτοι ἀποβουτυρωμένον διὰ μακρᾶς διακινήσεως γιαούρτι, ὀξύγαλα: Ἀτάνωτον φαεῖν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/