βλαστήμιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαστήμιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βλαστήμιˬα ἡ, βλαστημία Εὔβ. (’Ανδρων.) Μέγαρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βλαστημιˬὰ πολλαχ. βλαστήμιˬα κοιν. φλαστημία Καλαβρ. (Μπόβ.) βαστήμιˬα Τσακων. γλαστημιˬὰ Ρόδ. βλατ᾽μνιˬὰ Πάρ. (Λεῦκ.) κ.ἀ. βλατ’μνιˬὰ Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ. βλαστημὲ Ἰκαρ. Δ.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βλασφημία. Ὁ τονισμὸς κατ’ ἀναλογ. ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,101 κἑξ. Ὁ τύπ. βλαστημιˬὰ καὶ παρὰ Σκλάβῳ Συμφορ. Κρήτης στ. 211 (ἔκδ. Wagner σ. 59) «κ᾿ ἕναι μεγάλη βλαστημιὰ νὰ λέγουν τέτοιον πρᾶγμα».
Σημασιολογία
1) Ἡ κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων ἢ τῶν θείων καὶ ἱερῶν ὕβρις, βλασφημία κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ Τραπ Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Βλαστήμιˬα βαρε͜ιὰ-μεγάλη-μικρὴ-φοβερὴ κττ. Ἄρχισε τοὶς βλαστήμιˬες κοιν. ᾽Αρκίνητσε τοὶς βλαστημίες Εὔβ. (᾿Ανδρων.) Ἄσ᾿ τ᾿ βλαστήμιˬα νὰ δῇς προυκουπὴ Στερελλ. (᾽Αράχ.) Ἡ βλαστημία τρανὸν ἁμαρτίαν ἔν᾽ Τραπ. ᾽Εκεῖ ζοῦνε ὅλοι ἀγαπημένοι, ἐδῶ μέσα ἐμεῖς ὅλο βρισιˬά, βλαστήμιˬα ΓΞενοπ. Ἡ τιμὴ τοῦ ἀδελφ. 1,53 || Φρ. Ἔ’ τὴ βλαστήμιˬα ψουμί τσ’ ἁλάτ’ (εἶναι πολὺ βλάσφημος) Στερελλ. (᾿Αράχ.) ’Ασ’ σὰ βλαστημίας ἀτ’ ἄν’ ’κὶ σ᾿κοῦται (τὸν βαρύνουν τόσον πολὺ αἱ βλασφημίαι του, ὥστε δὲν μπορεῖ κἀνεὶς νὰ τὸν σηκώσῃ, δηλ. εἶναι καθ’ ὑπερβολὴν βλάσφημος) Χαλδ. ’Επάτεσεν τὰ βλαστημίας (ἤρχισε βλασφημῶν) Τραπ. Χαλδ. || Γνωμ. ᾽Αξίζει 'ς τὴν ὥρα μιˬὰ βλαστήμιˬα παρ' ὅσον ἀξίζουν ἑκατὸν Κύριε ἐλέησον! (ἐν δεδομένῃ στιγμῇ ἀντίθετος τῆς κανονικῆς ἐνέργεια ἐπιτυγχάνει πολλάκις τὸ προσδοκώμενον) Χίος. || Ποίημ. Ἔφυγ᾿ ἐκεῖθε μοναχός, τὰ μάτιˬα του σηκώνει καὶ μιˬὰ βλαστήμιˬα ἀνήκουστη ’ς τὸν οὐρανὸ καρφώνει ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,75. Συνών. ἀποτιμία 2, βλαστήμημα, βλαστημησιˬὰ 1, βλαστήμι. 2) Ὕβρις, ἐξύβρισις, κακολογία Κρήτ. Κύθν. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πόντ. (Οἰν.): Ἕνα σωρὸ βλαστημιˬὲς μοῦ ’πενε Κρήτ. Δὲ βαστῶ bλεˬὸ ν’ ἀκούω ’ς τσοὶ βλαστημιˬὲς ποῦ μοῦ κάνει αὐτόθ. || Φρ. Ἀκούω βλαστημίας (καθυβρίζομαι, κακολογοῦμαι) Οἰν. Οὕλου βλατ’μνιˬὲς κὶ ύλου (διαρκῶς ὕβρεις καὶ δαρμοὶ) Χαλκιδ. Τοῦ δίνω βλαστημιˬὰ (τὸν ὑβρίζω διαρκῶς) Κύθν. Συνών. ἀποτίμσμαν, ἀποτίμημα, ἀποτιμία 1, βλαστήμημα, βλαστημησιˬὰ 2. 3) ’Αρά, κατάρα σύνηθ.: Πιˬάνει ἡ βλαστήμιˬα τῶν γονεῶν. Ἔπιˬασε ἡ βλαστήμιˬα τῆς μάννας του. Ἔπεσε ᾿ς τὸ κεφάλι του τρομερὴ βλαστήμιˬα. Τὸν κυνηγάει ἡ βλαστήμιˬα τοῦ πατέρα του. || Φρ. Τρώει βλαστήμιˬες (τὸν καταρῶνται) σύνηθ. || Ποίημ. Κατάρες λέει ᾽ς τὴ μοῖρα του, βλαστήμιˬες ’ς τὴ δουλε͜ιά του ΙΖερβοῦ Τραγούδια 46, 12. Συνών. ἀφορισμὸς 2, κατάρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA