ἀταξίδευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀταξίδευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀταξίδευτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀταξίδιφτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ταξιδευτὸς < ταξιδεύω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ μετακομισθεὶς εἰς ἄλλον τόπον πολλαχ.: Ἀπόμειναν ἐφέτος τὰ καπνά μας ἀταξίδευτα. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν διέσχισέ τις ταξιδεύων, ἐπὶ θαλάσσης πολλαχ.: Πέλαγ’ ἀταξίδευτα ΜΤσιριμώκ. Ὧρες δειλιν. 7. 3) Ὁ μὴ ταξιδεύσας, ὁ μὴ ἀπομακρυνθεὶς τῆς πατρίδος του πολλαχ.: Ἀταξίδευτος ἔμεινα φέτος Ἀταξίδευτος ἄνθρωπος. Ἀταξίδευτη γυναῖκα. Εἶναι ἀταξίδευτη ὣς τώρᾳ καὶ φοβᾶται τὴ θάλασσα. || Φρ. Ἀταξίδευτο καράβι (νεότευκτον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/