γροθίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γροθίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γροθίτσα ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γροθιˬὰ ὡς ὑποκορ.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ γροθιὰ σύνηθ.: Εἶδα τὴν παχουλὴ γροθίτσα του νὰ ὑψώνεται καὶ νὰ πέφτῃ σὰ σφυρὶ Ν. Ἑστ. 21(1937), 208. 2) Μικρὰ ποσότης, ὀλιγωτέρα ἐκείνης τὴν ὁποίαν χωρεῖ ἡ γροθιά, ἡ συγκεκλεισμένη παλάμη Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) κ.ἀ. Μία γροθίτσα λούπινα ἔφα καὶ μ᾽ ἐπόνεσε ἡ κοιλιˬά μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA