ἀτάραχα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτάραχα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀτάραχα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀdάραχα Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀτάραχος.

Σημασιολογία

Ἀταράχως, ἠρέμα ἔνθ. ἄν.: Μιλάει ἀτάραχα. Ἀπαντάει ἀτάραχα. Κοιμᾶται - κοιτάζει ἀτάραχα σύνηθ. || Φρ. Ἄμαχα κιˬ ἀτάραχα (ἠρεμώτατα) Κρήτ. Πελοπν. (Δημητσάν. Κουτήφαρ. Μάν. κ.ἀ.) Συνών. ἀβρόντητα, ἄμαχα, ἀτάραχτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/