γροθόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γροθόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γροθόπουλο τό, Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. γροθοπούλα ἡ, Κύθηρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρόθος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. γροθόπουλον καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἡ μικρὰ γροθιὰ Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. 2) Νεαρὸν ἐλαιόδένδρον Κύθηρ. Συνών. γροθάρα, γροθάρι, γροθί, μουρέλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA