ἀταχτοποίητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀταχτοποίητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀταχτοποίητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ταχτοποιητὸς < ταχτοποιῶ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ τακτοποιηθείς, ἀκαταστατος: Ἔχω τὸ σπίτι μου ἀταχτοποίητο. Οἱ δουλε͜ιές μου ἔμειναν ἀταχτοποίητες. Πράματα ἀταχτοποίητα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/