ἀταχτῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀταχτῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀταχτῶ λόγ. σύνηθ. ἀταχτοῦ Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀτακτῶ.
Σημασιολογία
Κάμνω ἀταξίας, εἶμαι ἄτακτος, φέρομαι ἀκόσμως, ἐπὶ παίδων καὶ μαθητῶν σύνηθ. καὶ Τσακων.: Ὅπο͜ιος ἀταχτήσῃ θὰ τιμωρηθῇ. Ὁ μαθητὴς αὐτὸς διαρκῶς ἀταχτεῖ σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA