βλαστολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαστολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βλαστολογῶ σύνηθ. βλαστουλουγῶ βόρ. ἰδιώμ. βλαστολογάω πολλαχ. βλαστολογάου Εὔβ. (Κουρ.) βλαστουλουγάου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βλαστολοῶ Ἄνδρ. Κύθν. βλαστουλουάου Στερελλ. (Αἰτωλ.) βραστουλουγῶ Ἤπ. (Κόνιτσ.) βρουστουλουγῶ Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ. Σαρεκκλ.) βαστογοῦ Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. βλαστολογῶ.

Σημασιολογία

1) Βλαστοκοπῶ 1 ὃ ἰδ., σύνηθ. καὶ Τσακων.: Βλαστολογῶ τ᾽ ἀμπέλι σύνηθ. Βλαστολογῶ τὸ βασιλικὸ Ἤπ. Δὲ βλαστολογε͜ιοῦνται τὰ δέντρα πρὶν περάσῃ ὁ Μάρτις Λεξ. Δημητρ. 2) Ἐκβάλλω τὰ ἐν τῷ ἀμπελῶνι χόρτα, βοτανίζω Μακεδ. (Σισάν.) 3) Ἀμτβ. ἐκφύω πολλοὺς βλαστοὺς, βλαστάνω ἀφθόνως Ἄνδρ. Πελοπν. (Μάν.): Βλαστολογάει ὁ τόπος ποῦ εἶναι νὰ ᾿λέπῃς καὶ νὰ χαίρεσαι Μάν. Νὰ dὸνε δῇς τήν ἄνοιξι τὸ gῆπο μου πῶς βλαστολογάει, χαρὰ Θεοῦ! αὐτόθ. Συνών βλαστομανῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/