γρομπάνισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρομπάνισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρομπάνισμα τό, ἐνιαχ. γρουbάνισμα Παξ.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ ρ. γρομπανίζω.
Σημασιολογία
Γρομπανιˬὰ 2, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγρουbάνισες δυˬὸ φορές, πόσα γρουbανίσματα θά ᾽χωμου, δὲ βλέπεις bροστά σου λίγο; (θά ᾽χωμου = θὰ ἔχωμε) Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA