ἄτεκνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄτεκνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄτεκνος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἄτικνους βόρ. ἰδιώμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄτεκνος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀποκτήσας, ὁ μὴ ἔχων τέκνα κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): Γυναῖκα ἄτεκνη. Ἀντρόγυνο ἄτεκνο. Πλούσιοι κιˬ ἄτεκνοι. Πέθανε ἄτεκνος κοιν. || Γνωμ. ’Σ τ᾿ ἀτέκνου τὴν αὐλὴ νερὸ ἄ bορῇς μὴ bιˬῇς Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀτέκνιστος. 2) Τὸ μὴ γεννῆσαν εἰσέτι, ἐπὶ προβάτου δύο ἢ τριῶν ἐτῶν Νάξ. (Φιλότ.) κ.ἀ. 3) Οὐδ. οὐσ. α) Χόρτον τι τὸ ὁποῖον ἐπιφέρει ἀτεκνίαν εἰς τὰς ἐσθιούσας αὐτὸ ἢ πινούσας ἀφέψημά του γυναῖκας Πελοπν. (Μάν. Τριφυλ.) Στερελλ. (Λοκρ.) κ.ἀ.: Πίνω τ’ ἄτεκνο Τριφυλ. Συνών. ἀτεκνόχορτο. β) Φάρμακον στειρωτικὸν παρασκευαζόμενον ἐκ βουτύρου κακάου, τρυγικοῦ ὀξέος, βορικοῦ ὀξέος καὶ κινίνης, τὸ ὁποῖον ἐμβαλλόμενον ὑπὸ μορφὴν σφαιριδίου εἰς τὸν κόλπον τῆς γυναικὸς πρὸ τῆς συνουσίας προλαμβάνει τὴν σύλληψιν Ἀθῆν.: Κουμπιˬὰ ἄτεκνα. γ) Ὀστοῦν τι εὑρισκόμενον κατὰ τὰς λαϊκὰς δοξασίας ἐντὸς τῆς κοιλίας τῶν προβάτων καὶ ἔχον τὴν ἰδιότητα νὰ καταστρέφῃ τὸ ἔμβρυον πρὶν τοῦτο ἀναπτυχθῇ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἡ προυβατῖνα ἔ᾽ ᾿ς τὴν κ’λιˬά τ᾿ς ἄτικνου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA