γρόμπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρόμπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γρόμπος ὁ, Ἰκαρ - Α. Πουλιαν., Τὸ Θλαμέν. Νησ., 7. - Λεξ. Βλαστ. γρόbος Ἄνδρ (Γαύρ.) Θήρ. Κρήτ. (Ζερβιαν. Κίσ. Νεάπ. Σέλιν. κ.ἀ. γρόβος Κέρκ. Παξ. γρόμπους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. γρόbους Σάμ. σγρόμπος Ἀθῆν. σγρόμπους Μακεδ. (Κοζ.) χρόμπος Τῆν. (Πύργ.) γροῦμπος Ἤπ. ΙΙελοπν. (Κορινθ.) - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. γροῦbος Ἤπ. (Ἰωάνν.) γροῦβος Κέρκ. (Αὐχιόν.) γρούμπους Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) γρούbους Σάμ. σκροῦμπος Θεσσ (Λάρ. Πήλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. groppo = κόμβος, ρόζος.
Σημασιολογία
1) Κόμβος, ρόζος, θρόμβος, βῶλος Ἀθῆν. Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἰκαρ. Κρήτ. (Ζερβιαν. Κίσ. Νεάπ. Σέλιν. κ.ἀ.) Παξ.: Θέλου νὰ βρῶ ἕνα κρανήσιου κόπ᾽, ἀλλὰ νά ᾽χ᾽ κιˬ ἕνα καλὸ γρούμπου ᾽ς τοὺν πάτου (κόπι = ραβδὶ) Κουκούλ. Τὸ στρῶμα ἔχει ὅλο σγρόμπους καὶ δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ Ἀθῆν. Τὸ σιρόπι δὲν ἔπηξε καλὰ κ᾽ εἶναι σγρόμποι – σγρόμποι αὐτόθ. Αὐτὸ τὸ σακκὶ εἶν᾽ ὅλο γρόβοι - γρόβοι Παξ. Τὸ μαξιλάρι ἐγίνηκε ὅλο γρόbους, μόνο βγάλε τὸ bαbάκι νὰ τ᾽ ἀνεφουφουδώσῃς (= διὰ τῶν χειρῶν νὰ τὸ ἀναδεύσης. ἐπὶ πτίλων, ἐρίων, βάμβακος) Νεάπ. Τὸ μετάξι ποὺ κλώθω εἶναι γεμᾶτο γρόbους αὐτόθ. Τὸ ξύλο τσ᾽ ἐλιˬᾶς ἔχει γρόbους καὶ δὲ bλανιˬάρεται καλὰ Κίσ. Ὁ μουσταλευρὲς ἐγίνηκε γρόbους - γρόbους, γιˬατὶ τοῦ ᾽βαλα πολὺ ἀλεύρι Ζερβιαν. Τὰ δάχτυλά τους γρόμποι - γρόμποι καὶ ξερὰ σὰν ξύλα, σὰν σκαρμόξυλα, ποὺ λὲς καί δὲν νo͜ιώσανε ποτέ τους τὴ γλύκα τ᾽ ἀπαλοῦ χαδιˬοῦ καὶ τοῦ ψηλαφημοῦ Α. Πουλιαν., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βόλος ς᾽, κόμπος, ρόζος. 2) Μᾶζα σφαιροειδὴς καὶ στερεά, τεμάχιον κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον στρογγύλον Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κρήτ. Μακεδ. (Κοζ.) Στερελλ.: Ἔνα γρόμπου τυρὶ Στερελλ. Κάθε ἀπόγεμα τρώω ἕνα ρούκουνα ψωμὶ κ᾽ ἕνα γρόbο μυζήθρα (ρούκουνα = γωνία) Κρήτ. Κάθιτι κουντά ᾽ς τοὺ τζά᾽ σὰ σγρόμπους Κοζ. Τοὺ ψουμὶ μὶ στέκιτι γρόμπους ᾽ς τοὺ στουμά᾽ Ζαγόρ. Συνών. βόλος 7 δ. β) Μετων., ἄνθρωπος χαμηλοῦ ἀναστήματος ἀλλὰ εὐτραφὴς Ἤπ. (Ζαγόρ.): Τὶ γρόμπους εἶν᾽ αὐτός! Συνών. βόλος Β 1. 3) Ἐξόγκωμα, ἐξοίδημα, τύλος Ἀθῆν. Ἄνδρ. Θήρ. Ἰκαρ. Κέρκ. (Αὐχιόν. κ.ἀ.) Κρητ. (Ζερβιαν. Κίσ. Σέλιν. κ.ἀ.) Παξ. Σάμ. - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ : Τ᾽ πέταξι ἕνα βράχου ᾽ς τοὺ κιφά᾽ κὶ τοῦ ᾽καμι νὰ ἕνα γρούbοὺ Σάμ. Τοῦ ᾽δωκε μιˬὰ ραβδιˬὰ ᾽ς τὴ gεφαλὴ καὶ τοῦ ᾽καμε ἕνα γρόbο σὰ dὸ καρύδι Κίσ. Ἔχω ἕνα γρόbο ᾽ς τὸ πόδι, γιˬατὶ τὸ στραμπούληξα Ἄνδρ. (Γαύρ.) Ἔκανα γρόμπο ᾽ς τὸ κεφάλι Ἰκαρ. Ἔχει ἕνα σγρόμπο κάτω ἀπ᾽ τὸ λαιμό. Ἀθῆν. Ἔχει ἕνα γρόβο ᾽ς τὴν πλάτη κι ἅμα τὸν ᾽γγίξῃς, τοῦ πονεῖ Παξ. Τὸ ἀσκὶ εἶναι τρύπιˬο. εἶναι ἀπὸ γρόβο (εἰς τὸ σημεῖον δηλ. ἐκεῖνο τὸ ζῷον, γίδα ἢ πρόβατον κτλ., ἔπασχεν ἀπὸ γρόμπον, δηλ. δοθιῆνας οἵτινες ἐσχημάτιζον ὑποδόρια ἐξογκώματα) αὐτόθ. Ὁ γροῦβος εἶναι μέσα κι ἀπόξω σηκώ᾽ ἕνα κουκούρι ( = ἐξόγκωμα) Αὐχιόν. Συνών. γόντζος 1, γρομπάδι, γρομπάλι 3, γρόμπολα. 4) Γρόνθος Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. κ.ἀ.) β) Τὸ περιεχόμενον τῆς συγκεκλεισμένης παλάμης, ἡ ποσότης τὴν ὁποίαν δύναται νὰ χωρέση αὕτη Ἤπ. - Λεξ. Βλαστ. 5) Χρηματικαὶ ἀποταμιεύσεις ἀποκρυπτόμεναι ἀπὸ τοὺς ἄλλους Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Σάμ. Θὰ τὰ π᾽λήσου οὕλα κὶ θὰ τὰ κάμου γρόbου Σάμ. Εἶναι τσιφούτης καὶ μαζώνει γρόbο τσὶ παράδες του, ἐτσὰ θαρεῖ πὼς θὰ κάμῃ χαΐρι Κέσ. Συνών. κομπόδεμα. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρόμπος Ἀθῆν. Στερελλ. (Λεβάδ.) καὶ Γροῦμπος Ἀθῆν. Κρήτ. (Μοῖρ.) Πελοπν. (Κιάτ. Ξυλόκ. Σπάρτ. Τρίπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA