γλεντοκόπι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλεντοκόπι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλεντοκόπι τό, πολλαχ. γλεdοκόπι Μῆλ. κ.ἀ. γλεντοκόπ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) γλιντουκόπ’ Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλέντι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -κόπι, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ᾽Αθηνᾶ 22 (1910), 246.

Σημασιολογία

Διασκέδασις, εὐωχία ἔνθ’ ἀν.: Ἔπαιρν’ ἕνα συκώτι κ᾽ ἔκαν’ ἕνα γλεντοκόπι! Πελοπν. (Σιδηρόκ.) Ἄφ’ ’τουν αὐτόν, δὲν κά’ γιˬὰ τὴν παρέα μας κὶ γιˬὰ τὰ γλιντουκόπιˬα μας Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’Σ τὸν ἀdίγαμο τσῆ θυγατέρας μου, π᾿ ἐκάμαμε bάλο μὲ βγιˬολιτζῆδες, τὸ γλεdοκόπι ἐβάσταξ’ ὥς τσ᾽ αὐγὲς Μῆλ. || ᾎσμ. Κιˬ ἄκ’σα κάτ’ ἀλαλαγμοὺς ποὺ φτάναν ’ς τὰ οὐράνιˬα κ’ εἶπα μὴν εἶν’ τάχα χαρές, μὴν εἶνι γλιντουκόπιˬα Μακεδ. (Καταφύγ.) || Ποιήμ. Τοῦ Χριστοῦ, τ’ ἅι-Βασίλη, τῶν Φώτων τοῦ νοικοκύρη γνο͜ιάσιμο, γλεντοκόπι τοῦ ἐργάτη Κ. Παλαμ., Δειλοὶ καὶ σκληρ. στίχ.2, 301. Κιˬ ἀπὸ τὸ συχνὸ τὸ γλεντοκόπι μεῖναν ἀπείραχτοι ἀπὸ θάνατο ’ς τὸν κόσμο τὸν ἀπάνω οἱ ἀνθρῶποι Σ. Σκίπ., ’Απέθαντ., 100. Συνών. βλ. εἰς λ. γλεντζὲς 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/