γλεντοκόπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλεντοκόπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλεντοκόπος ὁ, Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 113 L. Roussel, Grammaire, 333 γλεdοκόπος Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλέντι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -κόπος, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ᾽Αθηνᾶ 22 (1910), 246.
Σημασιολογία
Γλεντζές 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι φαγᾶς καὶ γλεdοκόπος Μαχαιρᾶδ. || Ποίημ. Μεθύσι ἀντάξιο σέρνει τα ὅλα ’ς τὰ θέατρα καὶ ’ς τὰ καπηλε͜ιά τὴν παλλακίδα πολιτεία, τὸ γλεντοκόπο βασιλιˬὰ Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA