γροπάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γροπάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γροπάδα ἡ, Κρήτ.(Κίσ. κ.ἀ.) ἀγριοπάδα Κρήτ. (Κυδων.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου. Πιθανῶς ἐκ συμφυρ. τῶν ἐπιθ. ἀγριωπὸς καὶ ὑγρὸς καὶ προσθήκης τῆς παραγωγ. καταλ. -άδα.

Σημασιολογία

Ραγδαία βροχη βραχείας διαρκείας αἰφνιδίως ἐκσπῶσα, καταιγὶς ἔνθ᾽ ἀν. : Εἴχαμε σήμερο τὸ πρωΐ μιˬὰ γροπάδα Κρήτ. Μ᾽ ἔπιˬασε μιˬὰ γροπάδα ᾽ς τὴ στράτα καὶ γίνηκα σουρούδι (= μούσκεμα) αὐτόθ. Συνών. μπόρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/