γροσαριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γροσαριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γροσαριˬὰ ἡ, Ἰων (Σμύρν.) Μῆλ. Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γροσάρα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιά.
Σημασιολογία
Ἡ γυνή ἡ ἔχουσα ἀξίαν πολλῶν γροσίων, ἡ πολύτιμος ἔνθ᾽ ἀν.: Γνωμ. Εἶναι καὶ μάννες γροσαριˬές, εἶναι καὶ πέντε ᾽ς τ᾽ ἄσπρο, εἶναι καὶ ἄλλες μερικὲς π᾽ ἀξίζουν ἓνα κάστρο (ἐπὶ τῆς διαβαθμίσεως τῆς ἀξίας τῆς μάννας) Σίφν. Ἔχει καὶ μάννες γροσαριˬές, ἔχει καὶ τρεῖς ᾽ς τὸ γρόσι (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Ἰων. (Σμύρν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA