γρόσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρόσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρόσι τό, γρόσιν Κύπρ. γρόσι κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) γρόι Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Σουδεν. Τρίκκ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γρόσ’ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκοὺλ.) Θρᾴκ (Καλλίπ. Σηλυβρ.) Καππ. (Ἀνακ.) Λέσβ. Μακεδ. (Βογατσ. Ἐράτυρ. Σιάτ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ.) γρό’ Εὔβ. (Λιχὰς) Θεσσ. (Ἀετόλοφ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανοὺπ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ.) γρούσ’ Καππ. (Φλογ.) γρού’ Καππ. (Μισθ.) γορό’ Πόντ. (Ἴμερ. Κρώμν. Χαλδ.) γοόσι Σαμοθρ. κρόι Πόντ. (Οἰν.) κρό’ Πόντ. (Ὄφ.) κορόσ’ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γουρούσιν Λυκ. (Λιβὺσσ.) γρουσὶ Θρᾴκ. (Σουφλ.) Κύπρ. Πληθ. γρόσια πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) γρόια Ἤπ. (Κόνιτσ. Κωστάν.) Μακεδ. (Βρία) γρόχια Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Κύπρ. γρό Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ.) γρόσγια Θρᾴκ. (Αἶν.) γρόσκια Κῶς Ρόδ. γρόστσια Κῶς γρόσα πολλαχ. γρόα Ἤπ. (Μαργαρ. Χιμάρ. Χουλιαρ.) Θεσσ. (Γερακάρ.) Ἴμβρ. Καππ. (Ἀνακ. Δίλ.) Μακεδ. (Βροντ. Ρουμλ. Σιάτ. Σταν.) Πελοπν. (Παιδεμέν.) 'Γσακων. (Χαβουτσ.) γορό Πόντ. (Ἴμερ. Χαλδ.) γρούσα Καππ. (Μισθ.) γρούα Καππ. (Ἀνακ. Δίλ. Φλογ.) γροὺθε Καππ. (Φάρασ.) γρουσὰ Κύπρ. κρόια Πόντ. (Οἰν.) κρό Πόντ. (Τραπ.) κορό Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ.) γοόσα Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γρόσι, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Βενετ. grosso. Ὁ τὺπ. γροχία εἰς Βουστρών. (ἔκδ. Κ. Σάθ., Μεσν. Βιβλ 2, 458) «ἔδειξέν τους ἕναν κουμνὶν γεμάτον γροχία».
Σημασιολογία
Νόμισμα ἀποτελοῦν τὸ ἑκατοστὸν τῆς τουρκικῆς λίρας καὶ ἰσοδυναμοῦν πρὸς τεσσαράκοντα παρᾶδες κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Τόνε ξεγόρασε μὲ πέντε πουγγία γρόσια Κίμωλ. Ἄφηκέν dου πενῆdα χιλιάδες γρόσα Κρήτ. ’Σ τὸ 1902 εἶχε εἴκοσιεννιὰ χιλιάδες γρόσα ὁ πατέρας μου ἀπὸ τὸ τσοπανιλίκι Φοῦρν. Τοὺ σακκοῦ’ ἦταν χεί’ μὶ χεί’ ἀποὺ μιταλίκια, γρόα κὶ μιτζίτια (χεί’ μὶ χεί’ = γεμᾶτο) Μακεδ. (Ρουμλ.) Νά, δκυὸ γρουσά ν’ ἅψῃς δκυὸ λαμπάες Κὺπρ. Ἐδάνεισέμ-με ὁ Παυλῆς πέdε χιλιάδες γρόσα Σύμ. Νὰ γεμώσω τὴν βούρκαν τζαὶ τοὺς κόρφους μου γρουσὰ (βούρκα = σάκκος) Κύπρ. Τὸ σπορέλαιο πουλιόταν πέντε γρούα ἡ ὀκᾶ Φλογ. Τὸν συμφωνοῦσαν τὸν dραγάτη οἱ δημογέροντες μὲ τὸν μουχτάρη τόσα γρόσια τὸ χρόνο Ἤπ. (Μέγα Περιστ.) Καῖλλίτζεσαι ’ὰ μᾶς νοικιάσῃς τὸ μαετζάκι σ -σου, ’ὰ σοῦ γίδω δέκα γρόσα κάθε φεgάρι; (καϊλλίτζεσαι = δέχεσαι, Συμβιβάζεσαι. μαετζάκι = μαγαζάκι) Σύμ. Δινίσκαμ σεράντα γρόα τὸ χρόνο Ἀνακ. Μὲ τὸ ζόρ’ βγάλισκεν τέσσερα πέντε γρούα Φλογ. Ὅπο͜ιος μ’ δώσ’ χίλι ι ς χιλιάδις γρόσγια, κεῖνος θὰ dόνε πάρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἐκατὸν γρό εἶχεν καὶ θὰ ἐπέινεν νὰ ἐλέπ’ τῆ βασιλοπούλας τὸ νύ’ Ἀργυρόπ. Ἐκαζένεψες πολλὰ κορό (ἐκέρδισες πολλὰ γρόσια) Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Ψούνισε μιὰ ὀκᾶ κρασὶ καὶ τῆς τό ’δωκε δύο γρόσα Προπ. (Μαρμαρ.) Εἴκο’ ’γρόα Χαβουτσ. Σουτζούκια καλὰ ὀχτὼ γρόσια τὴν ὀκᾶ Προπ. (Ἀρτάκ.) || Παροιμ. φρ. Τ’ς ἔκαμι τρεῖς ’ς τοὺ γρόσι (τοὺς ἔδωσε πολὺ ξύλον, τοὺς ἔδειρε πολὺ) Σάμ. (Μαραθόκαμπ.) Τὶ τὸ θέλ’ ὁ Τοῦρκος τὸ φλουρὶ κι ὁ χαραμῆς τὸ γρόσι; (ἐπὶ τῶν κακῶς δαιχειριζομένων τὴν περιουσίαν των) Πελοπν. (Πάτρ.) Ἴος. || Παροιμ.: Τὸ στραβὸν εἴπανε, τὸ κερὶν ἡ ὀκᾶ χίλια κορό ἐξῆβεν (εἶπαν εἰς τὸν τυφλόν, ἡ ὀκᾶ τὸ κερὶ ἔφθασε χίλια γρόσια ἐπὶ τοῦ μηδόλως ἔχοντος χρείαν πράγματός τινος καὶ διὰ τοῦτο ἀδιαφοροῦντος διὰ τὴν ὑπερτίμησιν αὐτοῦ) Πόντ. Ἡ γριὰ τὸ γρόσι της (ἐπὶ τοῦ ἐπιμόνως ἀξιοῦντος νὰ λάβῃ ἐλάχιστόν τι ὀφειλόμενον αὐτῷ παρ’ ἀνδρὸς εἰς τὸν ὁποῖον πολλὰς καὶ μεγάλας ὀφείλει χάριτας) Κεφαλλ. ’Σ σὸ γορό’ π’ ἔκαμεν ’κ’ εἶεν, καὶ ’ς σὴν παρᾶν π’ ἔκαμεν εἶεν (αὐτὸς ποὺ ἐκουράσθη διὰ τὸ γρόσι δὲν ἀπέκτησε πλοῦτον, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ἐκουράσθη διὰ τὸ παρᾶν ἀπέκτησε, δηλ. ὁ ἐπιδιώκων νὰ κερδίσῃ πολλὰ δὲν ἀποκτᾷ, ἐνῶ ὁ ἀρκούμενος εἰς τὰ ὀλίγα κερδίζει) Χαλδ. Θέλει τριάντα ἐννέα νὰ τὸ κάμῃ γρόσι (1 γρόσι = 40 παράδες. Εἰρων, ἐπὶ ήλιθίων) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 115, 34. || Γνωμ. Ἔχει γυναῖκες δυὸ γροσῶ, | ἔχει καὶ τρεῖς ’ς τὸ γρόσι, ἔχει καὶ τρεῖς καὶ τέσσερες ὅπου δὲν ἔχουν γνώση || ᾌσμ. Τάξε ταγάρι τὰ φλουριά, φόρτωμα καὶ τὰ γρόσα Μακεδ. (Βόιον). Ἄν ἔχῃς γρόσια, ξόδεψ’ τα, φλωριά, χαρτζένεψέ τα, κι ἂν ἔχῃς κι ἄλουγου καλό, περπάτα πανηγύρια (χαρτζενεύω = ἐξοδεὺω) αὐτόθ. Νὰ βγάλῃς χίλια πέρπυρα κι πιντακόσια γρόσια, νὰ βγάλῃς κὶ μισὸ φλουρὶ, κιρνᾷς τὰ παλληκάρια Μακεδ. (Κοζ.) Δὲ σ᾽ ἀλλάζω ᾿γὼ μὲ γρόσια, | μ᾽ ἑκατὸ καὶ μὲ διακόσια Πελοπν. (Γορτυν.) Κι ἂν ἔχῃς γρόσια, δῶσε μας, φλουριὰ μὴν τὰ λυπᾶσαι, κι ἂν ἔχῃς καὶ γλυκὸ κρασί, κέρνα τὰ παλληκάρια Πελοπν. (Ξηροκ.) Τ’ ἅπλωσαν ἐκεῖ τὰ γρόσια | κι ἄρχισαν νὰ τὰ μοιράζουν Ἤπ. Σᾶς φέρνω γρόσια ’ς τὴν ποδιά, μετζίτια ’ς τὸ ζουνάρι Ἤπ. (Κωστάν.) Φλουριὰ κιρνάει τοὺ πιδὶ κὶ γρόα τ᾿ν κουμπάρα Θεσσ. (Γερακάρ.) Μιὰ λυγερὴ παινεύτηκε νὰ πάῃ ’ς τὴν ’Αλεξάνδρε͜ια, βάζει τὰ γρόσια ’ς τὴν ποδιὰ καὶ τὰ λεφτά ’ς τὴν τσέπη Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) Κοράκια, τραουδήσητε, ποῦ βάλητε τὸ γρόσι, ᾽ὰ κάουμε τοῦ λυριστῆ μαλαματένια στρώση (κοράκια = κοράσια, μικραὶ κόραι) Σύμ. Τίποτα δὲ μ’ ἐζήμνἑωσες, πέdε γροιοῦνε bουγαζὶ ’ς τοῦ βελουιοῦ μου τὴ στολή bουγαζὶ = ἡ ἐρυθρα ταινία κύκλῳ τοῦ φορέματος ἐξωτερικῶς ἐπὶ τῆς θέσεως τοῦ γόνατος, τὴν ὁποίαν ἀφήρει ἡ γυνὴ, ὅταν ἀπέθνησκεν ὁ σύζυγός της. ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἰδῶ γρουσιὰ δὲν ἀπιρνοῦν, φλουριὰ δὲν συντυχαίνουν, ἰδῶ ’ν’ οὑ δίκιους οὑ κριτὴς ποὺ κρέ’ μικρούς, μιγάλους Θρᾴκ. (Σουφλ) Χάρε μ’, γιὰ δὲν πληρώνεσαι, χάρε μ᾽, δὲν παίρνεις γρόσα, δὲν παίρνεις ροῦχα νὰ φορᾶς κι ἄσπρα νὰ τρῶς νὰ πίνῃς; Στερελλ. (Ἀστακ.) Θαρεῖτε γρόσα ἤχασα κ᾽ ἔχω καρδιὰ καμένη; Ἤχασα τὸ Καλομοιριό, ποὺ ἦταν καλοβαρμένη Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Ἄδ δὲν - ε - φτάνουνε τζαὶ ’φτά, πουλῶ τσαὶ τὰ προυτσιά μου, ὁποὺ μοῦ τὰ ’ποκόψανε πέντε ιλ-λd ιάες γρόσα (᾽ποκόψανε = ὑπελόγισαν) Κῶς (Πυλ.) Χαρά του ποὺ ’ει μαεδιά, χαρά του πού ’ει γρόσκια ὡσὰν τὴ σκατοπαραδgιὰ ’ὲν ἔει ἄλλην ἀρρώσκια (μαεδιὰ = χρήματα, σχατοπαραδgιὰ: ἔλλειψις χρημάτων) αὐτὀθ. ’Φίν-νω, παιδgιά μου, λ-λdὶο χρgιὸς, ίλτες ιλτάες γρόσκια (᾿φὶν-νω = ἀφὴνω, λ-λd ίο = ὀλίγον, χρgιὸς = χρέος, ίτλτες ιλτάες: χίλιες χιλιάδες) Ρόδ. β) Κατὰ συνεκδ., τὰ χρήματα κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Φάρασ.): Ἔχει πολλὰ γρόσια (ἔχει πολλὰ χρήματα) Κύθηρ. Σὶ ’κουψι ἡ γκλάβα σ’ κὶ πῆρις ᾿ναἰκα μὶ γρόσια κι ἀποὺ κλήρα Μακεδ. (Βρία). ᾿Ετὸ εἶεν πολλὰ γρόσια (αὐτὸς εἶχε πολλὰ χρὴματα) Ἀνακ. Γρούα ξέβααμ’ (ἐβγάλαμε χρήματα) Μισθ. Ἔμασι τὰ γρόσια τ’ δικάρα σὶ δικάρα (ἀπέκτησε τὰ χρήματα συγκεντρώνων αὐτὰ δι’ ὑπομονῆς ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον) Ἤπ. (Ζαγόρ.) || Παροιμ. Ἔχεις γρόσια; ἔχεις γλῶσσα! (ὁ πλούσιος δύναται νὰ ὁμιλῇ ἀφόβως καὶ εἰσακούεται ὁ λόγος του) πολλαχ. Κακκαβίζουν τὰ γρούε σου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ., κακκαβίζουν = λαλοῦν, ὁμιλοῦν) Καππ. (Φάρασ.) Πβ. ἀρχ. «κάλλιστα Μουσῶν φθέγγεται πλουτῶν ἀνὴρ» Συνών. παροιμ Τ’ ἄσπρα μιλοῦν, τ᾿ ἄσπρα λαλοῦν τ᾿ ἄσπρα ’ν’ ποὺ κουβεντιάζουν. Ἔχεις φλωριά; ἔχεις θωριά. Τὸ πουγγὶ ἔχει φωνή. Ἔεις γρόα, ἔεις δόξα, ἔεις παρᾶ, ἔεις φτερὰ (ὁ πλοῦτος ἐπιφέρει δόξαν καὶ δύναμιν) Κάλυμν. Πὄχει γρόσα ’ς τὸ κεμέρι, | ἔχει δυνατὸν τὸ χέρι (περὶ τῆς παντοδυναμίας τοῦ πλούτου) ’Αμοργ. Γρόσια ’ς τὸ πουγγί, | ψάρια ’ς τὸ βουνὶ (διὰ τῶν χρημάτων κατορθώνονται καὶ τὰ πλέον δύσκολα πράγματα) πολλαχ. Ἔχεις γρόα ’ς τὴ μπαλάσκα, | ᾽πότι θέλεις, κάνεις Πάσχα (ὅποιος ἔχει χρήματα, ὅποτε καὶ ὅπου πάη, περνᾷ καλὰ) Μακεδ. (Σιάτ.) κ.ἀ. Ἔχεις γρόσα ’ς τὰ πουγγί, | ὅπου θὲς κάνεις Λαμπρὴ (συνών. μὲ τὴν προηγούμ.) Ἀμοργ. κ.ἀ. Ἔχεις γρόσι; ἔχεις γνώση (ὁ πλούσιος φαίνεται καὶ σώφρων) Πελοπν. (Πάτρ.) Πο͜ιὸς ἔχει τὰ γρόσια ς τὸ σακκί, ἔχει τὴ γνώση ὅλη (συνών. μὲ τῆν [ροηγουμ.) αὐτόθ. Ὅταν ἔρχεται ἡ γνώση, λείπει το γρόσι (ἐπὶ τοῦ ἐκτιμῶντος τὴν ἀξίαν ἑνὸς πράγματος, ὅταν ἤδη ἔχῃ χάσει αὐτὸ) Αἴγιν. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Γρόσια ἔ’ς; ἔγνο͜ιες ἔ’ς (ὁ πλοῦτος συνεπάγεται φροντίδας) Ἤπ. (Μέγα Περιστ.) Οὔτε γρόσι ’ς τὸ πουγγὶ | οὔτε ντέρτι ’ς τὴν καρδιὰ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἀμοργ. κ.ἀ. Ἄσπρα γρόσια γιὰ μαῦρες μέρες (ἡ ἀποταμίευσις ἀποδεικνύεται χρῆσιμος εἰς τὰς ἀντιξόους περιστάσεις τῆς ζωῆς) Ἤπ. (Κόνιτσ.) κ.ἀ. Τὰ γρόσκια κάμνουν τὸν γάδαρο παπ-πᾶ (ἡ παντοδυναμία του χρήματος) Ρόδ. Τὰ γρόσια κὶ σκρόφις παντρεύ’ν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Κάλλιο γνώση παρὰ γρόσι (ἡ σωφροσύνη προτιμοτέρα τοῦ πλούτου) Ἥπ. (Μέγα Περιστ.) κ.ἀ. Ὅγο͜ιος δὲν ἔχει γνώση | χάνει μέρα καὶ γρόσι (ὁ ἀπερισκέπτως ἐνεργῶν ζημιοῦται διαρκῶς) Πελοπν. (Κίτ.) Τοῦρκον εἶδες, γρόσια θέλει, | εἶδες κι ἄλλον, κι ἄλλα θέλει (ἐπὶ τῶν διαρκῶς ἀπαιτούντων τι καὶ κατ’ οὐδένα τρόπον οὐδέποτε ἱκανοποιουμένων) Ἤπ. (Κόνιτσ.) κ.ἀ. Οὔτε γρόσα θέλω νά ’χω | μήτε λόγια μὲ τὸν ἄρχο (ἡ οἰκονομικὴ κατάστασις δὲν εἶναι προϋπόθεσις διὰ τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς γνώμης) Θήρ. (Οἴα). Μικρὸ γουρούνι γρόι, | τρανὸ γουρούνι γρόι Ὅπου ἔχει τὰ καλὰ παιδιά, τὰ γρόσια τί τὰ θέλει, κι ὅπου ἔχει τὰ κακὰ παιδιά, τὰ γρόσια τί τὰ θέλει (ὅτι τὰ χρήματα εἰς τοὺς ἔχοντας κακὰ τέκνα οὐδὲν ὠφελοῦν, εἰς δὲ τοὺς ἔχοντας καλὰ τέκνα περιττεύουν) Αἴγιν. Παιδιὰ ἐγύρευε ὁ πλούσιος, γρόα τοῦ ’διν’ ὁ Θεὸς (ἐνδεικτικὴ ἡ ἀξία τῶν καλῶν τέκνων ἔναντι τῶν χρημάτων) Πελοπν. (Πάτρ.) Φέσι καὶ φούντα, | τὰ γρόσια ποῦ ’ν’ τα; (ἐπὶ πτωχαλαζόνων) Ἤπ. (Νεγᾶδ. κ.ἀ.) Τὰ βήηκι τὰ γόοσα τ’ (τὰ βρῆκε τὰ γρόσια του. ἕκαστος άντιμετωπίζει τὰς συνεπείας τῶν πράξεών του) Σαμοθρ. Συνών. παροιμ. Ὅπως ἕσπειρε, θὰ θερίσῃ. || Γνωμ. Τὰ γρόσια κάνουν τὰ γρόσια (πβ. τὰ λεφτὰ πᾶνε ’ς τὰ λεφτὰ) Ἤπ. κ.ἀ. Ρώτ’σαν τὰ γρόσια: «ποῦ πᾶτι;» - «ἰκεῖ πού ’’ κὶ τ’ ἄλλα» (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Θεσσ. (Τίρναβ.) Πιὰ εὔκολα κερδεύγει κανεὶς τὰ γρόσα, παρὰ ποὺ τὰ φυλάει (ἡ διαφύλαξις τοῦ πλούτου δυσκολωτέρα τῆς ἀποκτήσεως) Ἀμοργ. ΙΙβ. «πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι» Δημοσθ., Ὀλυνθ. Α΄, 23. Τὰ γρόσια εἶναι στρογγυλὰ (ὁ πλοῦτος δὲν εἶναι σταθερὸς) Βιθυν. (Κατιρ.) Τὰ γορόσ ἁμὸν τζώβια εἶναι, ἀγλήγορα χαρτζεύκουνται (τζώβια = ἐξώφλια, φλούδια. χαρτζεύκουνται = ἐξοδεύονται) Πόντ. (Χαλδ.) Ὁ καλὸς κάνει τὰ γρόσα, ὄχι τὰ γρόσα τὸν καλὸ (ἡ καλωσύνη δὲν ἐξαγοράζεται μὲ χρήματα) Ἀμοργ. Νὰ ίλ γορό καὶ πέσ’κα κὰ κι ἀπόθανον (νὰ χίλια γρόσια καὶ πέσε κάτω καὶ πέθανε. ὅτι ἡ ζωὴ δὲν ἐκτιμᾶται διὰ χρημάτων) Πόντ. Δὲν σὲ τιμοῦν τὰ γρόσα σου | ὡς σὲ τιμοῦν τὰ ροῦχα σου (ὁ πλοῦτος ἔχει ἀνάγκην καὶ ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως) Χίος. || ᾎσμ. Κάλλιου πέdι φί᾽ παρὰ χίλια γρόσα (ὁ φίλος ἔχει μεγαλυτέραν ἀξίαν ἀπὸ τὸ χρῆμα) Λέσβ. Τοῦ Καλάρη εἶν’ τὰ γρὁσα, | τοῦ Κανάρη ὅμως ἡ δόξα (ἡ δόξα δὲν ἐξαγοράζεται μὲ χρήματα) Ψαρ. Πβ. τὸ ἀρχαῖον «δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή». Τί νὰ τὰ κάμω τὰ φλουριὰ καὶ τὰ πολλὰ τὰ γρόσια κοντά ’ς τὴ γνώση τὴ gαλὴ καὶ τὴ γλυκειὰ τὴ γλῶσσα; Ρόδ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπους Γρόσης Μακεδ. (Δοϊράν.) καὶ Γρόσιας Μακεδ. (Θεσσαλον.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA