ἄταbα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄταbα

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἄταbα μόρ. ἐρωτηματικὸν Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Μακεδ. (Βλάστ.) ἀταbὰ Μακεδ. (Νάουσ.) ἄτζαbα Κρήτ. Κύθν. ἄτσαbα Μῆλ. ἄτζεbα Κρήτ. ἄτζουbα Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἄτζιbα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ.) Μακεδ. (Βλάστ.) ἄταπα Ἴμβρ. Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀτάπα Πόντ. (Τραπ.) ἄτζαπα Κύθηρ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ.) Σάμ. Σέριφ. Τῆν. ἄτσαπα Κύπρ. Μεγίστ. ἄτζεπα Κρήτ. ἄζαπα Ἰκαρ. Νίσυρ. ἄκιˬαπα Κύπρ. ἄταπας Μακεδ. (Βλάστ.) ἀτάπας Πόντ. (Σάντ.) ἀτάπ’σα Πόντ. (Κοτύωρ.) ἄτεπας Ἄνδρ. (Κόρθ.) ἄτσεπας Κύπρ. ἄταπις Κύπρ. ἄτζαbις Κρήτ. ἄτζεπις Κρήτ. ἄτεπις Κύπρ. ἄτζεbις Δ.Κρήτ. ἀτζέbις Κρήτ (Σφακ.) ἄτζιbις Μακεδ. (Βλάστ.) ἄτ’απις Κύπρ. ἄτζαπι Κύπρ. Χίος ἄτσαπι Κύπρ. (Λεμεσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. acaba.

Σημασιολογία

Ἆραγε, τάχα ἔνθ’ ἀν.: Ἄταbα θὰ ἔρθῃ ὁ ἀδερφός μου; Σηλυβρ. Γιˬατί ἄτεπας τό ’καμες; Κόρθ. Ἄτσαπα γιˬατί; Μεγίστ. Ἀτάπα ἀληθινὰ λέει; Τραπ. Ἄτζιbα γιˬατί μᾶς κάνεις τοὺ βαρύ; Κομοτ. Ἄρτῃ θέλει ἄτζαπα τὸ βράδυ; Νίσυρ. Ἄτζαπα ἔβρεξε ’ς τὸ χωριˬό, Κύθηρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/