βλάφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλάφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βλάφτω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) βλάφτου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Εὔβ. (Κουρ.) βλάβω Εὔβ. Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Δημητσάν. Κόκκιν. Κυνουρ. Παππούλ. Τρίκκ.) -ΔΣολωμ. 70 ΓΜαρκορ. Ὅρκ. 7 -Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. βλάβου Εὔβ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ.) Θεσσ. Θρᾴκ. ('Αδριανούπ.) Μακεδ. (Γκιουβ. Καστορ. Καταφύγ. Μελέν.) Σάμ. Σκῦρ. Στερελλ. (᾿Αράχ. κ.ἀ.) Χίος (Καρδάμ.) κ.ἀ. βλάφου Τσακων. Βλάβγου Λέσβ. γλάφτω Ρόδ. γλάβγου Λέσβ. Μετοχ. βλαμ-μένος Εὔβ. (Κουρ.) Κάρπ. Κύπρ. Ρόδ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. βλάπτω. Τὸ βλάβω καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ Η 7193 (ἔκδ. Schmitt) «εἰς φύλαξιν τοῦ τόπου μας καὶ τοὺς Ρωμαίους νὰ βλάβουν», τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ ἀρχ. βλάβομαι, ὃ παρ’ Ὁμ. Τ 166 «βλάβεται δέ τε γούνατ’ ἰόντι».
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Προξενῶ βλάβην, ζημίαν ὑλικὴν ἢ ἠθικήν, φθείρω, βλάπτω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ὁ καπνὸς-τὸ κρασὶ-τὰ πιˬοτὰ μὲ βλάφτουν. Ὁ χαλασμένος ἀέρας-τὸ ὑγρὰ κλῖμα-ἡ πολλὴ ζέστη τὸν βλάφτουν. Τὸ χαλάζι ἔβλαψε τ’ ἀμπέλιˬα-τὰ περβόλιˬα-τὰ δέντρα κττ. Τὸν ἔβλαψε πολὺ ἡ κακὴ συναναστροφή. Μ αὐτὸ ποῦ ἔκαμες ἔβλαψες τὸ φίλο σου κοιν. Ἡ ἀκαταδεξιˬὰ βλάβει συχνὰ καὶ δὲν ὠφελεῖ ποτὲ Ἤπ. Τὰ δάκρυα βλάβουνε τὰ μάτιˬα Τρίκκ. Τοὺ νιρὸ ᾿ς τοὺν ἱδρουμένου βλάβ' ’Αράχ. Ἡ κατσίκα τὸνε βλάφτει (ἡ κατσίκα=τὸ αἴγειον κρέας) Σέριφ. Νὰ πολομιλήσω μὲ βλάφτ’ (ἡ ἀσθένεια δὲν μοῦ ἐπιτρέπει νὰ ὁμιλῶ ἐπὶ πολλὴν ὥραν) Μύκ. Ἔβλαψέ με τὸ πολλὰ τὸ φαεῖν Τραπ. Ἡ μηχανὴ ἂν δὲν εἶναι λᾳδωμένη βλάβεται Λεξ. Δημητρ. Ἄλλοι βλαφτήκανε, ἄλλοι ὠφεληθήκανε μὲ τὸ μεταλλεῖο Σέριφ. Βλάφτ’κι ἀπ’ τὰ γράμματα-ἀπ' τὴ σπουδὴ-ἀπ' τοῦ τσιφάλ’ τ’ Ἀράχ. Βλαμ-μένα κηπ-πουρικὰ Ρόδ. || Φρ. Ἔβλαφτέ σε (θὰ σὲ ἔβλαπτε, εἴρων. πρὸς τὸν ἀποποιούμενον τὸ προσφερόμενον αὐτῷ, συνών. φρ. ἀποκαείει σε) Ὄφ. Τραπ. || Παροιμ.: Τὸ περίσσιο φῶς δὲ βλάφτει (ἡ ἀφθονία καλοῦ πράγματος οὐδέποτε είναι ἐπιβλαβὴς) σύνηθ. Τὰ πολλὰ ἡ φῶσ’ ’ς σὰ μάτ οὐ βλάφτ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ὄφ. Ἄνεμος ποῦ δὲ σὲ βλάφτει, ἄφησέ τον νὰ φυσᾷ (αἱ ἀπειλαὶ ἐχθροῦ ἀνισχύρου εἶναι ἀνάξιαι προσοχῆς) πολλαχ. Ὅπο͜ιος κλοτσᾷ τ᾽ ἀγκάθιˬα βλάφτει τὰ πόδιˬα του (συνών. τῇ ἀρχ. «πρὸς κέντρα λακτίζειν») ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 213,529. || ᾎσμ. Ἀλλος τὸν ἥλιˬο χαίρεται κιˬ ἄλλος τὸν κρυˬὸν ἀέρα κιˬ ἄλλος τὴ νύχτα πορπατεῖ καὶ βλάφτει τον ἡ μέρα Κάρπ. Γνωρίζω τη dὴν ἀμμαθιˬὰ ποῦ ’ναι γιˬὰ τὴν ἀγάπη, ὡσὰ dὴν ἀστραπὴ περνᾷ κιˬ ὅλα τὰ μέλη βλάφτει (ἀμμαθιˬὰ=ματιὰ) Κρήτ. Κοιμήσ' ἁποὺ νὰ μὴ βλαβῆς, μὴ gεφαλοπονέσῃς, τὴ gεφαλή σου γιˬὰ κακὸ ᾿ς τὸ στρῶμα μὴ dὴ θέσῃς αὐτόθ. Τάχα τὰ μῆλα σὲ βαροῦν γὴ ὁ καρπὸς σὲ βλάβει; (γὴ=ἢ) Καρδάμ. Τὴ Τρίτ' ἐκατερέθες με καὶ τὴν Τετράδ’ ἐβλάβα Χαλδ. β) Παθητ. παθαίνω στείρωσιν Στερελλ. ('Αράχ.): Ἡ γ’ναῖκα τ’ δὲν κά’ ἄλλου πιδί, βλάφτ’κι. 2) Ἐπηρεάζω τινά, ταράσσω τὴν ὑγιεινὴν κατάστασίν τινος εἴτε σωματικῶς εἴτε διανοητικῶς, ἐπὶ μαγισσῶν, κακοποιῶν δαιμόνων, νεκροῦ, ψυχορραγοῦντος ἢ καὶ ἰσχνοῦ τινος ἢ καχεκτικοῦ ἐμποιοῦντος φόβον Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σάμ.: Τὸ λείμψανον ἔβλαψεν ἀτον Κοτύωρ. Ὅποι͜ους κατ’ρήσ’ κουdὰ ᾽ς τοὺ νιρὸ βλάβιτι Σάμ. Ὁ δεῖνα ἐβλάβεν Χαλδ. 3) Δηλητηριάζω, ἐπὶ ἑρπετῶν Πόντ. (Ὄφ.) Σέριφ: Δὲ βλάφτου ἐπὰ οἱ ἀλόχεdρες Σέριφ. Δὲ βλάφτει ἡ χρυσοφιλίδα αὐτόθ. ᾿Ατὸ τ᾿ ὀφίδ’ βλάφτ’ Ὄφ. 4) Πειράζω, ἐνοχλῶ Κέρκ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Μεγίστ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πελοπν (Ἁγία Βαρβάρ.) Σίφν.: ᾿Εγὼ δὲ βλάφτω κἀνένα Ἁγία Βαρβάρ. Κατσῆτε, δὲ μᾶς βλάβετε Κέρκ. Ἔχω καὶ τοὶς μυῖες καὶ μὲ βλάφτουνε Σίφν. Μὲ τὸ παραμικρὸ βλάφτεσαι κ᾽ ἐσὺ 'Απύρανθ. ᾿Εβλάφτηκα μὲ τὸ μοιρολόι τσῆ κωπέλλας αὐτόθ. || Παροιμ. Ἄλλοι χτυποῦν ταὶ αίρουνται | τσ’ ἐβὼ μιλῶ ταὶ βλάφτω (ὑπὸ τοῦ διαμαρτυρομένου ὅτι κρίνεται αὐστηρῶς) Μεγίστ. Καὶ ἀπροσ. πειράζει, ἐνοχλεῖ σύνηθ.: Δὲ βλὰφτει (εἶναι ἀδιάφορον, δὲν πειράζει) σύνηθ. Δὲ βλάβει κιˬ ἂν δουλέψω Κυνουρ. Καὶ τί βλάβει νὰ φάγουμε; Κεφαλλ. Ἔβλαβι νά’ρθῃ; Ζαγόρ. || Ποιήμ. Τί βλάβει ἀνίσως καὶ ποτὲ γιˬὰ τ’ ἄξιˬο παλληκάρι κἀμμία ν’ ἀκούσῃς εἴδησι δὲν ἔλαβες τὴ χάρι; ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. Εἶναι ἀδιˬάφορο, δὲ βλάβει, ἂν ἐκεῖ σιμωτινὸ πλέξῃ ἤ Τούρκικο καράβι ἤ καράβι Ἑλληνικὸ ΔΣολωμ. ἔνθ' ἀν. Β) Μέσ. 1) Αἰσθάνομαι ναυτίαν, τάσιν πρὸς ἐμετόν, ἐπὶ ἐγκυμονουσῶν γυναικῶν 'Αμοργ. Θήρ. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Ρόδ. Σύμ. Συνών. βλαφτουριˬάζομαι (ἰδ. *βλαφτουριˬάζω). 2) Αἰσθάνομαι διάθεσιν πρὸς ἀσυνήθη φαγητὰ, ἐπὶ ἐγκυμονουσῶν γυναικῶν Κρήτ. Ρόδ. -Λεξ. Δημητρ. 3) Εὑρίσκομαι εἰς τοὺς πρώτους μῆνας τῆς ἐγκυμοσύνης Κρήτ. Κύπρ. Σύμ.: Ὅdεν ἐβλάφτουμου dὸ bρῶτο μου γιˬό, ἀπόθανεν ὁ κύρις μου Κρήτ. Μετοχ. 1) Ὁ πάσχων ἐκ σοβαρᾶς τινος νόσου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἡ σημ. καὶ παρ' Ἡσυχ. «ἀναλῦσαι. τὸ βεβλαμμένον τινὰ δι' ἐπῳδῆς ἀπαλλάξαι». 2) Καχεκτικός, ἀσθενικὸς Κρήτ. 3) Φθισικός, φυματικὸς Ἤπ. Στερελλ. (’Αράχ.) 4) Ὁ βλαμμένος τοὺς ὄρχεις Μακεδ. (Κοζ.): Αὐτὸ τοὺ βουτά’ οὐφιλάει τοὺ βλαμμένου. 5) Ὁ βλαμμένος τὸν νοῦν, παράφρων Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ. ᾿Οξύλιθ.) Ζάκ. Ἤπ. (Τσαμαντ.) Κεφαλλ. Νάξ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Μάν.) 6) Βλάξ, ἠλίθιος Εὔβ. (Κουρ.) Μακεδ. (Κυζ.) Πβ. ἀναγκασμένος (ἰδ. ἀναγκάζω), ἀναγκεμένος (ἰδ. ἀναγκεύω), ἀναγκιˬάρις, ἀναγκιˬασμένος, ἀναγκιˬωμένος (ἰδ. ἀναγκιˬώνω), παθιˬάρις, παθιˬασμένος (ἰδ. παθιˬάζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA