ἀτζαμιλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτζαμιλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀτζαμιλίκι τό, ἀτζαμιλ-λίκ-κιν Κύπρ. ἀτσαμιλίκιν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀτζαμ’λίκι σύνηθ. ἀτζαμ’λι’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀταμ’λί’ Ἴμβρ. ἀτζαμπλί’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀταμιλούχ᾿ Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ acemilik.
Σημασιολογία
Ἀπειρία, ἀδεξιότης, ἀνεπιτηδειότης ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ἀτζαμιλίκι τὸν ἔκανε νὰ πέσῃ σὲ πολλὰ λάθη σύνηθ. Ἀτζαμιλίκι σου ἤτανε νὰ τῆς τὸ μολογἠσῃς Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ Τ᾿ ἀτζαμιλίκι ὁ μάστορης φορτώνει ᾿ς τοὺς καλφᾶδες Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀτζαμωσύνη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA