Βλαχιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Βλαχιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
Βλαχιˬὰ ἡ, Βλαχία Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) κ.ἀ. βλαχιˬὰ σύνηθ. 'Αβλαχιˬὰ Εὔβ. (Κάρυστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ὀν. Βλαχία.
Σημασιολογία
1) Ἡ χώρα ὅπου κατοικοῦν οἱ Βλάχοι, ἡ Βλαχία, ἡ Ρουμανία σύνηθ.: Πῆγε ᾽ς τὴ Βλαχιˬὰ νὰ κερδίσῃ χρήματα σύνηθ. || Γνωμ Ἡ Βλαχιˬὰ μπασίδιˬα ἔχει, βγαλσίδιˬα δὲν ἔχει (ἐκ τῆς παρατηρήσεως ὅτι οἱ ταξιδεύοντες ἐκεῖ δὲν ἐπιστρέφουν) Ἤπ. || Αἴνιγμ. ᾿Απουπάν᾽ ἀπ᾿ τὴ Βλαχία, | κατιβαίνει μιˬὰ κυρία, πέντι σκλάβις τὴν κρατοῦν, | μακρεˬά τὴν ἀπιτοῦν (ἡ μύξα) ’Αδριανούπ. || ᾎσμ. Δὲν τὴνε δώνω, Κωσταντῆ, ᾿ς τὴν ’Αβλαχιˬὰ ’ς τὰ ξένα Κάρυστ. 2) Συνεκδ. οἱ Βλάχοι ὡς σύνολον καὶ κατ’ ἐπέκτασιν οἱ χωρικοὶ σύνηθ.: Πολλὴ Βλαχιˬὰ πλάκωσε 'ς τὸ παζάρι. Συνών. βλαχουνιˬὰ 1, βλαχούρα, βλαχουριˬὰ 1. Πβ. Βλαχαρε͜ιό. 3) Μεταφ. ἀγροῖκοι καὶ ἄξεστοι χωρικοί, χωριˬᾶτες σύνηθ.: Τί περιμένεις ἀπὸ τὴ Βλαχιˬά;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA