γρουγρουλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρουγρουλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρουγρουλίζω Εὔβ. (Κάρυστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς λ. γροῦ ἐπαναλαμβανομένης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ουλίζω, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ, 2, 584.
Σημασιολογία
Γρύζω, ἐπὶ χοίρου: ᾎσμ. Βρέχει, βρέχει καὶ χιˬονίζει | κ᾽ ἡ γουρούνα γρουγρουλίζει κι ὁ παπποῦς χειρομυλίζει | κ᾽ ἡ λαλά μου κοσκινίζει (λαλὰ = ἡ γιαγιά). Συνών. γρούζω 1, γρυλλίζω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA