Βλάχικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Βλάχικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

Βλάχικος ἐπίθ. Βλαχικὸς Μακεδ. Πελοπν. ('Αρκαδ.) Βλάχικος κοιν. Βλά᾿κους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Βλάθκους Μακεδ. (Βελβ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. Βλάχικος. Πβ. Πρόδρομ. 3,52 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «ἀγόρασε καὶ Βλάχικον σταμεναρέαν τυρίτσιν».

Σημασιολογία

Α) 'Επιθετικ. 1) Ὁ ἐκ τῆς Βλαχίας προερχόμενος ἢ ὁ παρὰ Βλάχοις ἐν χρήσει, ὁ ἀνήκων ἤ ἰδιάζων εἰς Βλάχους κοιν.: Βλάχικο σπίτι-τυρὶ-φαεῖ-φέρσιμο-ψωμὶ κττ. Βλάχικη καλύβα. Βλάχικος χορὸς καὶ οὐσ. Βλάχικος (εἶδος χοροῦ ὑπὸ τῶν Βλάχων χορευομένου) κοιν. Φασόλια Βλάχικα (εἶδος φασολίων μὲ τρυφερὸν λοβὸν) Ἄθ. Νάξ. Βλάχιτση πινακουτὴ (εἶδος πινακωτῆς κατασκευαζομένης ὑπὸ Βλάχων) Εὔβ. (Κονίστρ.) 2) Ὁ προσήκων ἢ ἀνήκων εἰς χωρικὸν Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) Συνών. χωριˬάτικος. 3) Ὁ οὐχὶ καλῆς ποιότητος, εὐτελὴς Μακεδ. (Βλάστ.) Συνών. ψεύτικος. Β) Οὐσ. 1) ’Αρσεν. πληθ., οἱ Βλάχοι Μακεδ.: ᾎσμ. Κ’ οἱ Βλαχικοὶ μᾶς ἔρχουντι ψηλὰ ’π’ τοὺ καραούλι. 2) Οὐδ. α) Εἶδος ἐσθῆτος τῶν κορασίων Τῆν. Καὶ κατὰ πληθ. (α) Ἡ ἐθνικὴ ἀνδρικὴ ἐνδυμασία, ἡ φουστανέλλα σύνηθ. (β) Ἡ ἐγχωρία γυναικεία ἀμφίεσις σύνηθ. β) Εἶδος ἀμυγδάλων Χίος (Χαλκ.) γ) Πᾶς ἄλλος τόπος τῆς Πελοποννήσου πλὴν τῆς Μάνης Πελοπν. (Μάν.): Πάει πέρα ᾿ς τὰ Βλάχικα. δ) Τὰ χωρία ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν πρωτεύουσαν Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ε) Ἡ γλῶσσα τῶν Βλάχων κοιν.: Καταλαβαίνω-μιλῶ τὰ Βλάχικα. ς) Ἡ γλῶσσα τῶν ὁμιλούντων βόρειον ἰδίωμα τῆς Ἑλληνικῆς Εὔβ. (Κουρ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ’ς τὰ Βλάχικα καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Στεμν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/