γλίνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλίνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλίνος ὁ, Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)-Α. Μαμμέλ., Θαλασσιν., 115 Κορ., Ἄτ., 5, 42 καὶ Γαλην., 192 Κ. Foy, Lauts. griech. Vulgär., 14 – Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Βλαστ. 431 γλινὸς Π. Οἰκονομίδ., Κατάλογ. ἰχθ. Ἑλλάδ., ’Ινστιτ. Ὠκεαν. Ἁλιευτ. ’Ερευν. 11 (1972), 532 γλίνους Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Σαμοθρ. βλίνος Πόντ. (’Ινέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίνα
Σημασιολογία
1) Ὁ ἰχθύς Γλίνος ὁ ποτάμιος (Blennius fluvialis) τῆς οἰκογ. τῶν Βλεννιιδῶν (Blenniidae) Ἤπ. (’Ιωάνν.) Θεσσ. (Καρδίτσ.) 2) Ὁ θαλάσσιος ἰχθύς Γλίνος ἡ φολὶς (Blennius pholis) τῆς οἰκογ. τῶν Βλεννιιδῶν (Blenniidae) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πόντ. (᾽Ινέπ.) Σαμοθρ.- Α. Μαμμέλ, Θαλασσιν., 115 Κορ. Ἄτ., 542 καὶ Γαλην., 192 Κ. Foy, ἔνθ᾽ ἀν. 14-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Βλαστ. 431 Π. Οἰκονομίδ., ἔνθ’ ἀν., 532: Σὰ βλίνο ἔφυε ἀφ᾽ τὰ έρ μου ’Ινέπ. Συνών. εἰς λ. γλινοῦ. 3) Μεταφ., ἄνθρωπος ἀνόητος, ὁ τελευταῖος, ἄνευ ἀξίας Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Σαμοθρ.: ’Ισὺ γεῖσι πουῶτους κ᾿ ἰγὼ γεῖμ’ γλίνους (ἐσύ εἶσαι ὁ πρῶτος, ὁ ἄξιος, κ’ ἐγὼ ὁ τελευταῖος, ὁ ἀνάξιος) Σαμοθρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA