ἀτήραχτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτήραχτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀτήραχτα ἐπίρρ. Πελοπν. (Λακων.) - Λεξ. Δημητρ. ἀτήρατα Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀτήραχτος.
Σημασιολογία
1) Χωρὶς προσοχήν, ἀπρόσεκτα Μακεδ. Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀπρόσεχτα. 2) Χωρὶς ἐπίβλεψιν, χωρὶς προστασίαν Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA