ἄτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄτι τό, ἄτιν Κύπρ. ἄτι κοιν. ἄτ’ βόρ. ἰδιώμ. ἔθιο Καππ. νάτ-τις ὁ, Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. αt.

Σημασιολογία

Ἵππος μέγας ἔνορχις καὶ κατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, κέλης ἔνθ’ ἄν.: Περνοῦσε καβάλλα ‘ς ἕνα ἄτι. Ἄτι ἀκαβαλλίκευτο - γοργὸ - καθάρε͜ιο κττ. κοιν. Μαῦρο ἔθιο Καππ. || Παροιμ. Πολλὰ ἄτιˬα κρύβει τὸ σαμάρι (ἐπὶ ἱκανῶν καὶ ἐξόχων διαβιούντων ἀσήμως) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 259, 179. Σὲ μιˬὰ πάχνη δυˬὸ ἄτιˬα δὲν κάνε (πβ. ἀρχ. Παροιμιογρ. 1, 120 < ἔκδ. Leutsch – Schneidewin > «μία λόχμη οὐ τρέφει δύο ἐριθάκους») Πελοπν. (Λάστ.) Κλωτσᾶν τ᾿ ἄτιˬα, ἀλλοίμονο ἀπὸ τὰ γαιˬδούριˬα! (ἐπὶ τοῦ ἐρίζοντος πρὸς ἰσχυροτέρους) Πελοπν. || Ποιήμ. Ἄτι ἀξετίμωτο, φλόγα, φωτιˬά, καθάρε͜ιο Ἀράπικο, τὸ λὲν Βορε͜ὰ ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,95. Ξέρεις τὴ βρύσι ὅπου φυλάει | τὴ νεˬὰ μαρμαρωμένη καὶ κάθε νύχτα ἀναδρομάει | μὲ τ᾿ ἄτι ὁ καβαλλάρις; ΚΠασαγιάνν. ἐν Νουμᾷ 228,4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/