γρούζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρούζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρούζω γρύζω Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. γκρύζω Ρόδ. γρούζω Εὔβ. (Κύμ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Λευκ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργ. 3, 67, 110, 208 Α. Λασκαράτ., Ποιήμ., 37 Ι. Πολυλ., Διηγ., 71 Α. Καρκαβίτσ., Ζητιᾶν., 182 Κ. Πασαγιάνν., Μοσκ., 45 ΙΙ. Βλαστ., Ἀργώ, 93, 272, 337 Σ. Σκίπης, Κολχ., 75 Ε. Στρατουδ., Κρητικ. ἐμπνεύσ., 63 gρούζω Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κεφαλλ. γρουΐζου Εὔβ. (Κουρ. Ὀξύλιθ.) gρουΐζω Πελοπν. (Κάμπος Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. γρύζω. Ὁ τύπ. γρουΐζου πιθανῶς κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ κοΐζω.

Σημασιολογία

1) Ἐκβάλλω γρυλλισμόν, κυρίως ἐπὶ χοίρων, κυνῶν καὶ λύκων Εὔβ. (Κουρ. Ὀξύλιθ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Λευκ. Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) -- Λ. Βαλαωρ., ἔνθ᾽ ἀν. Α. Λασκαρᾶτ., ἔνθ᾽ ἀν Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ᾽ ἀν. Κ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ γουρούνι gρούζει Κεφαλλ. Πάγαινέ του πλύμα τοῦ γουρ᾽νίου, ᾽ὲν τ᾽ ἀκούεις ποὺ γρουΐζει τόσην ὥρα; Κουρ. Ἅμ-μα γρουΐζῃ τὸ γ᾽ρούνι, πεινάει αὐτόθ. Γρούζ᾽ ὁ σκύλλος, θὰ μὲ δαγκάσ᾽ Λευκ. Gρουΐζει τὸ γ᾽ρούνι κάμπος Λακων. Τὸ σκυλλὶ τήραε τὸν παππᾶ ἄγριο, ἄνοιγε τὸ στόμα του νὰ γρούξῃ, ἔδειχνε τὰ φοβερά του δόντιˬα ἀπειλητικὰ Κ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾽ ἀν. Τὰ σκυλλιˬὰ ἔγρουζαν ἀδιάκοπα ρίχνοντας ἀπ᾽ ὥρα σ᾽ ὥρα κ᾽ ἕν᾽ ἀλύχτημα, σὰν ξαφνιˬασμένα Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ᾽ ἀν. || Παροιμ. Ἄν εἶχε ὁ χοῖρος διάκριση, | ἔτρωγε καὶ δὲν ἔγρουζε (ὁ χοῖρος, ἐνῷ ἔχει πρὸ αὐτοῦ τροφήν, τρώγων γρυλλίζει, οἱονεί δυσφορῶν. Ὅμοιοι δὲ πρὸς τὸν χοῖρον εἶναι πολλοὶ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ εὐποροῦν, παραπονοῦνται κατὰ τῆς τύχης) Κεφαλλ. Λακων. || Γνωμ. Τὸ γρούζει - γρούζει τέσσερους καὶ τὸ bελάζει πέdε καὶ τὸ γαττὶ καὶ τὸ σκυλλὶ μέρες ἑξήdα πέdε (ἡ γουρούνα χρειάζεται τέσσαρας μῆνας διὰ νὰ γεννήσῃ, ἡ προβάτα πέντε μῆνας καὶ ἡ γάττα καὶ ἡ σκύλλα ἑξῆντα πέντε ἡμέρας) Κεφαλλ. || Ποιήμ. Κἄπου κἄπου οἱ λύκοι, | ποὺ ἀνάμεσό τους γρούζουνε πο͜ιός νὰ πρωτοχορτάσῃ | μὲ τὰ πηχτὰ τὰ αἵματα Α. Βαλαωρ., 3, 208. Μ᾽ ἀφοῦ ἔγρουξε λιγάκι κιˬ ἀλυχτούρησε ἐσήκωσε τὸ πόδι κ᾽ ἐκατούρησε Α. Λασκαρᾶτ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἀκούραστη γουρούνα γρούζει Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν., 272. Συνών. οὐρλιˬάζω, γρυλλίζω 1. 2) Κρώζω, ἐπὶ πτηνῶν Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. - Α. Βαλαωρ., Ἔργ., 3, 67 Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. Σ. Σκίπης, ἔνθ᾽ ἀν Ἐμμ. Στρατουδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιήμ. Τὰ νυχτοπούλλιˬα γρούζουνε, χτυποῦνε τὰ φτερά τους Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾽ ἀν Ὅταν κοράκοι γρούζουνε, σωπαίνουνε τ᾽ ἀηδόνιˬα Ε. Στρατουδ., ἔνθ᾽ ἀν. Καὶ κάθε ταίρι τρυγονιῶν ᾽ς ἕνα μνημεῖο ἐμπρὸς ερωτεμένα γρούζει Σ. Σκίπ., ἔνθ᾽ ἀν. 3) Ἐκβάλλω ἄναρθρον καὶ ἄσημον φωνην, ὁμοίαν πρὸς ζῴου ἤ πτηνοῦ, παραπονοῦμαι, κλαυθμηρίζω Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) Ἰθάκ. Ρόδ. - Ι. Πολυλ., Διηγ., 71: Τί κλαουνίζεις μωρέ, καὶ γρούζεις σὰ dὸ bίτσουνα; (κλαουνίζεις = κλαῖς σιγαλὰ, μουρμουρίζεις, bίτσουνα = ἀρσενικὸ περιστέρι) Ἰθάκ. Εἶντα ἔχεις βρέ σύ, τσαὶ γρουΐζεις τόσην ὥρα, ᾽ὲμ μπαύγεις τώρα! Κουρ. Γρούιξε, γρούιξε, ὥσπου ἔσκατσε ᾽πὸ τὸ κακό της αὐτόθ. Βύζαξέ το τὸ σιχαμένο νὰ μὴν γκρύζῃ Ρόδ.--Τὸ φάντασμα ἔγρουσε πονετικὰ Ι. Πολυλ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γκρινιˬάζω Α1β, γόζω 3, μουρμουρίζω. 4) Παράγω ἰδιάζοντα θόρυβον ὡς ἐκ τῆς μετακινήσεως ἀερίων ἐντὸς τῶν ἐντέρων, βορβορύζω Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) : Gρούζει ἡ κοιλιˬὰ Ἀργυρᾶδ. Ἀκοῦς πῶς gρούζουνε τ᾽ ἄdερά μου; αὐτόθ. Ὅλη τὴ νύχτα τοῦ παιδιˬοῦ μου ἐgρούζανε τ᾽ ἄdερά του, θ᾽ ἅρπαξε κρύο ᾽ς τὴ gοιλιˬά αὐτόθ. Συνών. γουργουρίζω 1. β) Θορυβῶ, γενικῶς Α. Βαλαωρ., Ἔργ., 3, 110 : Ποίημ. Θέλεις ν᾽ ἀκοῦς τὰ κύματα νὰ γρούζ᾽ουν, νὰ μουγκρίζουν. 5) Ψιθυρίζω Λεξ. Περίδ. Μπριγκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/