ἀπαπλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαπλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαπλώνω Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἁπλώνω.
Σημασιολογία
1) ᾽Εκτείνων τὴν χεῖρα δίδω τι ἔνθ’ ἀν.: Πάντα κἄτ’ ἀπαπλών’ ἀτον Κερασ. || ᾌσμ. Χαλκοστάμν’ ἐπέρπαξεν, τη νύφεν ἐπέπλωσεν (χάλκινον σταμνίον ἥρπασε καὶ ἔδωκε εἰς τὴν νύμφην) αὐτόθ. Ἐγὼ ψαλάφενα σταφύλ’ κ’ ἐσὺ ἀπαπλώντς με μῆλον (ψαλάφενα=ἐζήτουν) Πόντ. 2) Περικαλύπτω, περιβάλλω τι Πόντ. (Οἰν.): Ἀπαπλώνω τὸ πάπλωμαν (περικαλύπτω αὐτὸ δι᾽ ὑφάσματος). Συνών. καπλαντίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA