ἀπαραβάρετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαραβάρετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαραβάρετος ἐπίθ. Χίος ἀπαραβάριτους Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παραβαρετὸς<παραβαρένω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἐνοχλητικὸς εἰς τὰς κοινωνικάς του σχέσεις ἔνθ’ ἀν.: Ἔμεινε ᾿ς τὸ σπίτι μου πέντε μέρες, μὰ δὲ μᾶς ἐπαραβάρεσε καθόλου, εἶναι ἀπαραβάρετος ἄθρωπος Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/