ἀπαράλλαχτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαράλλαχτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπαράλλαχτα ἐπίρρ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπαράλλαχτος.
Σημασιολογία
Ἄνευ παραλλαγῆς τινος, χωρὶς διαφοράν, ὁμοιότατα: Κάμνει τὴ δουλε͜ιά του ἀπαράλλαχτα ὅπως ἐγώ. Ὅ,τι εἶπε ὁ ἕνας εἶπε καὶ ὁ ἄλλος ἀπαράλλαχτα. Μιλάει ἀπαράλλαχτα σὰν τὸν πατέρα του. Ἀπαράλλαχτα ὅπως μοῦ τὰ λές τ᾽ ἄκουσα κ’ ἐγώ. Τραγουδάει ἀπαράλλαχτα σὰν ἐσένα. || Φρ. Ὅμο͜ια κιˬ ἀπαράλλαχτα (πανομοιοτύπως).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA