ἀπαρηγόρητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαρηγόρητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαρηγόρητος ἐπίθ. κοιν. ἀπαρηγόρητε Τσακων. ἀπαρηγόρετος Παξ. Πόντ. (Χαλδ.) ἀπαρηόρητος Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεταγενέστερο

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπαρηγόρητος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ παρηγορηθῇ, ἀπαραμύθητος κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) Τσακων.: Πέθανε τὸ παιδί τους κ’ εἶν᾿ ἀπαρηγόρητοι. Περάσανε τόσα χρόνιˬα, μὰ εἶν’ ἀκόμα ἀπαρηγόρητη γιˬὰ τὸ παιδὶ ποῦ τῆς πέθανε κοιν. || ᾎσμ. Καρδιˬά μ᾿ ἀπαρηγόρητη, παρηγορήσ’ ἀτή σου, κιˬ ἄλλες πολλὲς τὸ πάθανε, δὲν εἶσ’ ἀμοναχή σου Κρήτ. Συνών. ἀπαρήγορος 2. Πβ. *ἀπαρηγόρευτος. 2) Τὸ οὐδ. ἀπαρηγόρητον ὡς οὐσ., τὸ ἀθεράπευτον κακόν, μεγάλη συμφορὰ Ρόδ.: Τ᾽ ἀπαρηγόρητον νὰ τὸν εὕρῃ! (ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/