ἀπαρήγορος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαρήγορος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπαρήγορος ἐπίθ. Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπαρήγορος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ παρέχων παρηγορίαν, ὁ μὴ παρηγορῶν ἔνθ’ ἀν.: Λόγιˬα ἀπαρήγορα. 2) Ὁ μὴ παρηγορούμενος, ἀπαρηγόρητος Λεξ. ᾿Ελευθερουδ.: Ἄνθρωπος ἀπαρήγορος. Συνών. ἀπαρηγόρητος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA