ἀπαρμάτωμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαρμάτωμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπαρμάτωμαν τό, Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπαρματώνω.
Σημασιολογία
1) Ἀφαίρεσις ἐπίπλων, κοσμημάτων κττ. 2) Ἡ κατ’ ἀκολουθίαν ἀταξίας καταστροφή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA