ἀπάρμεγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάρμεγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπάρμεγμα τό, ἀπάλμεγμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. κ.ἀ.) ἀπάρμεγμα Ἤπ. –ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάνης 51.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπαρμέγω.
Σημασιολογία
1) Ἡ περάτωσις τῆς ἀμέλξεως, τοῦ ἀρμέγματος Ἤπ. Πόντ. (Κερασ. Σάντ. κ.ἀ.) 2) Ὁ μετὰ τὸ ἄρμεγμα χρόνος ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν.: Τὴν αλλη ἡμέρα μὲ φώναξε τ’ ἀπάρμεγμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA