ἀπαρνε͜ιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαρνε͜ιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπαρνε͜ιὰ ἡ, Στερελλ. (Ἀράχ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπαρνε͜ιέμαι.

Σημασιολογία

Ὁ τόπος ὅπου μεταβαίνοντες οἱ νεκροὶ λησμονοῦν τὸν κόσμον, ὁ τόπος τῆς λήθης: ᾎσμ. Θὰ πάῃ εἰς τῆς ἄρνας τὰ βουνά, ᾿ς τῆς ἀπαρνε͜ιᾶς τὸν κάμπο, που ἀρνε͜ιέται ἡ μάννα τὸ παιδὶ και τὸ παιδὶ τὴ μάννα. Συνών. ἄρνα, ἀρνησιˬά, ἀρνητιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/