ἀπαρνητὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαρνητὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπαρνητὴς ὁ, ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2120 ΣΣκίπη Ἀπέθαντ. 77 –Λεξ. Δημητρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπαρνητής.

Σημασιολογία

Ὁ ἀπαρνούμενος, ὁ ἀπορρίπτων ἔνθ’ ἀν.: Νά ’μαι ἀπαρνητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἄν... (ὅρκος) Λεξ. Δημητρ. || Ποιήμ. Κιˬ ἄφησε κιˬ ἀλαλάζοντας νὰ τὸν ἀνασηκώσουν τῶν ὅρκων καταφρονετὴ ᾿ς τὸ χάλκινο σκουτάρι τοῦ βασιλεά του ἀπαρνητή, καταλυτὴ τῆς χώρας ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ σὰν τὸ γιˬό σου ἐσὺ τὸν ἄσωτον, | ὦ ξεδικήτρα, μὲ ξεδικήθηκες καὶ μοῦ ἔγινες | ἀθέλητα ἀπαρνήτρα ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀρνητής.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/