ἄπας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιφώνημα

Τυπολογία

ἄπας ἐπιφών. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιφων. ἄπ καὶ τοῦ μορίου ἄς.

Σημασιολογία

1) Ἐκφράζει παρακίνησιν, προτροπὴν καὶ ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὸ ἄς: Ἄπας ἔρται (ἔρθῃ) Κερασ. Ἄπας ἔν᾿ ὅπως λές Κοτύωρ. Ἄπας λέῃ, ἐσὺ τ’ ἐσὸν ᾿ντράνα (ἐσὺ κοίταζε τὴ δουλε͜ιά σου) Οἰν. 2) Μετὰ ἱστορικῶν χρόν. ὁριστ. ἐκφράζει πρᾶξιν δυναμένην νὰ ἔχῃ συντελεσθῆ εἰς τὸ παρελθόν: Ἄπας ἐποίκ’ ἀτο-εἶπ᾽ ἀτο Κοτύωρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/