ἀπάσβεστο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάσβεστο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπάσβεστο τό, Παξ. –ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 40 ἀπάσβιστου Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἀσβέστι.
Σημασιολογία
Θρύμμα ἀμμοκονιάματος πῖπτον ἐκ τοίχου ἔνθ’ ἀν.: Ἀπό τὸ μπουκκάρισμα ἐπέσανε ἕνα σωρὸ ἀπάσβεστα (μπουκκάρισμα=ἡ δι’ ἀμμοκονιάματος ἰσοπέδωσις τοῦ τοίχου) Παξ. Ἀπὸ τὴ νότιˬα τὴ bολλὴ ἐπέσανε τ’ ἀπάσβεστα αὐτόθ. ’Σ τὴ στέγη τοῦ σπιτιˬοῦ κἄπο͜ιο ποντίκι ἐπερπάτησε κάνοντας νὰ κυλίσῃ ἕνα ἀπάσβεστο ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA