ἀπασπάλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπασπάλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπασπάλιστος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πασπαλιστὸς<πασπαλίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ πασπαλισθείς, ἄπαστος 2) Ὁ μὴ ρυπαινόμενος δι᾿ ἀλεύρου: Μέσ’ ’ς τὸ μύλο βρίσκεται κιˬ ἀπασπάλιστος εἶναι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA