ἀπασπάτευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπασπάτευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπασπάτευτος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πασπατευτὸς<πασπατεύω.
Σημασιολογία
1) Ἀψηλάφητος ἐνιαχ. 2) Ἐκεῖνος ὃν δὲν ἔχουν ἐγγίσει, ἄθικτος ἐνιαχ. Συνών. ἄγγιˬαχτος 2, ἄγγιχτος 1. 3) Ἁγνός, ἐπὶ θήλεος πολλαχ.: Ἀπασπάτευτο κορίτσι. Συνών. ἄγγιˬαχτος 3, ἄγγιχτος 3, ἀμάκκωτος 2, ἀπάρθενος 1, ἀπάτητος Β 1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA