ἀπασσάλειφτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπασσάλειφτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπασσάλειφτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀπασσά’φτους βόρ. ἰδιώμ. ἀπασσάλειβος Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πασσαλειφτὸς<πασσαλείφω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐπιχρισθείς, ὁ μὴ πασσαλειμμένος σύνηθ: Ἀπασσάλειφτος τοῖχος. Ἀπασσάλειφτο πάτωμα (τὸ μὴ ἀλειμμένον μὲ παρκετίνην). Δὲν ἄφησες πρᾶγμα ἀπασσάλειφτο ἀπὸ τοὶς μπογιˬὲς ποῦ βαστᾷς σύνηθ. 2) Μεταφ. ὁ μὴ άποκτήσας καὶ ἐπιπολαίας ἔστω γνώσεις Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Χρόνιˬα ἔμεινε ’ς τὴν Εὐρώπη κ᾿ ἐγύρισε ἀπασσάλειφτος Λεξ. Δημητρ. 3) Ὁ μὴ δωροδοκηθείς, ὁ μὴ διὰ δωροδοκίας εὐμενὴς γενόμενος Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/