ἄπαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄπαστος ἐπίθ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) Χίος.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἄπιαστος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ πασθεὶς δι’ ἅλατος, ὁ μὴ ἁλατισθείς, ἀνάλατος ἔνθ᾽ ἀν: Κρέας ἄπαστο Χίος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. Θησαυρ. ἐν λ. Συνών. ἀναλάτιστος 1, ἀνάλατος Α1, ἀντίθ. παστός 2) Μεταφ. ἀνόητος, μωρὸς Χίος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάλατος Α1 β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/