ἀπάστρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάστρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπάστρευτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Ὄφ. Σάντ Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παστρευτὸς<παστρεύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ καθαρισθείς διὰ πλύσεως, διὰ τριβῆς, διὰ σαρώσεως κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.): Ἀπάστρευτο τραπέζι-πιˬάττο-ποτήρι κοιν. Τιδὲν ἀπάστρευτο μ᾿ ἀπελέκ’ς ᾿ς σὸ μαερεῖο (μὴ ἀφίνῃς τίποτε ἀκαθάριστον εἰς τὸ μαγειρεῖον) Κοτύωρ. Συνών. ἀκαθάριστος 1, ἄπαστρος 1, ἀντιθ. παστρικός β) Ὁ μὴ ἀπαλλαχθεὶς τῶν ἀπορριμμάτων ἢ ξένων οὐσιῶν κοιν.: Ἀπάστρευτο σιτάρι. Ἀπάστρευτα λάχανα. 2) ᾽Επὶ ὀπωρῶν, ὀσπρίων κττ., ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἀφῃρέθη ὁ φλοιός, ἀλέπιστος κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἀπάστρευτα μῆλα-πορτοκάλια-σῦκα. Ἀπάστρευτα κουκκιˬὰ-φασόλιˬα κοιν. Συνών. ἀγλούπιστος 1, ἄγλυφτος 1, ἀκαθάριστος 1δ, ἀκούρευτος (Ι) 2, *ἀξεφλούδιˬαστος, ἀξεφλούδιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/