ἀπάστωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάστωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπάστωτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπάστουτους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. παστωτός.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἁλατισθεὶς ἢ ὁ μὴ τεθεὶς εἰς ἅλμην πρὸς διατήρησιν, ἐπὶ ἰχθύων καὶ κρεάτων πολλαχ. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Σαρδέλλες ἀπάστωτες. Ψάριˬα ἀπάστωτα πολλαχ. Κρέας ἀπάστωτον Χαλδ. Συνών. ἁλίπαστος, ἀντίθ. παστός, παστωμένος (ἰδ. παστώνω). 2) Ὁ μὴ ἔχων λίπος, ὁ μὴ παχὺς (ἡ σημ. ἐκ τοῦ ὅτι συνήθως παχέα εἶναι τὰ ἁλίπαστα, οἷον τὰ χοίρεια κρέατα) Μακεδ. Συνών. ἄπαχος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/