ἀπάτητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάτητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπάτητος ἐπίθ. κοιν. ἀπάτητε Τσακων. ἀπάτετος Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπάτ’τους Θεσσ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀπάτιγος Κεφαλλ. Πελοπν. (Μεσσ. Τρίκκ. Κορινθ.) κ.ἀ. –ΧΧρηστοβασ. Διηγ. Θεσσαλ. 8 ἀπάτ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀπάτητος.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ πατηθείς, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Δρόμος-τόπος ἀπάτητος. Γῆ ἀπάτητη κοιν. Ἀπάτ᾿γα τόπιˬα αὐτεῖνα (τόπιˬα=τόποι) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀπάτ’’ εἶνι ἡ στράτα (ὅτε εἶναι χιονοσκεπὴς) αὐτόθ. Αὐτὸ τὸ βουνὸ εἶν᾿ ἀπάτητο, γιˬατὶ εἶναι ὅλο λόγγος Παξ. Οἱ κλέφτες ἥσυχα, μ᾿ ἀλαφρὸ βῆμα συναχτήκαν ἕνας ἕνας περνῶντας ἀπὸ μονοπάτιˬα ἀπάτητα ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παλληκάρ. 5 ‖ ᾎσμ. Βρίσκω λημέριˬα ἀπάτητα κιˬ ὅλα χορταριˬασμένα Γέρ. Κολοκοτρών 2,137. – Ποιήμ. Νὰ περπατοῦμε τοὶς ἐρ’ μιˬές, τ’ ἀπάτητα τὰ δάση ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1, 207 Ξέρεις τ᾿ ἀπάτητο βουνὸ ποῦ τὴν κορφή του χιˬόνι χειμῶνα καλοκαίρι ζώνει; ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 2 175. Τὰ ξωτικά, τὰ θαμαστὰ λουλούδιˬα φυτρώνουνε ᾽ς τ’ ἀπάτητα ἀκρογιˬάλιˬα ΚΜαρκίν. ἐν Ἀνθολ. Η Ἀποστολίδ. 230. Συνών. ἄπατος (ΙΙ). β) Ὁ μὴ θλιβεὶς διὰ τῶν ποδῶν ἤ ἄλλως, ἐπὶ σταφυλῶν ἐν τῷ ληνῷ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ἀπάτητα σταφύλιˬα σύνηθ. Συνεκδ. καὶ ἐπὶ τοῦ γλεύκους τοῦ ἐξ ἀπατήτων σταφυλῶν Θήρ.: Ἀπάτητος μοῦστος. Πβ. ἀπάτης (ΙΙ) 1. 2) Ὁ μὴ φορεθείς, ἐπὶ ὑποδημάτων Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τ’ς ἔχου ἀπάτ’γις τ᾿ς παντόφλις. 3) Ὁ μὴ ἀνεχόμενος νὰ πατοῦνται τὰ κτήματά του Πελοπν. (Μάν.): Ἀπάτητος ἄνθρωπος. 4) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαβαθῇ ἢ ὁ μὴ διαβαθεὶς ἕνεκα φυσικῆς ἰδίᾳ ἀνωμαλίας, ἀδιάβατος, ἄβατος σύνηθ.: Ἀπάτητο μέρος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. ἄβατος 1, ἀδιˬάβαστος Α2(α), ἀδιάβατος 1(α), ἀπέραστος. β) Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ προσεγγίσῃ, ἀπροσπέλαστος Στερελλ. (Αἰτωλ.): Βράχους-τόπους ἀπάτ’τους. Συνών. ἄβατος 1β. γ) Τὸ. οὐδ. οὐσ., μέρος ἀπρόσιτον Ἀντικύθ. Κρήτ. –ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 2 110: Ποίημ. Τ᾿ ἀπάτητα ὀνειρεύομαι καὶ τ᾿ ἄψαχτα τοῦ κόσμου, τ’ ἄστρα, ᾿ς τὸ χάος ἀνεύρετα, χαμένα... ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 5) ’Ενεργ. ὁ μὴ πατήσας, ἐπὶ ποδὸς Θρᾴκ.: Φρ. Μ’ ἔκαμε τ’ ἀπάτητο (ἐνν. πόδι = δὲν μ᾿ ἐπεσκέφθη). Β) Μεταφ. 1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κυριευθῇ ἢ ὁ μὴ κυριευθείς, ἀπόρθητος κοιν.: Ἀπάτητο κάστρο κοιν. || Ποίημ. Σὲ χρόνιˬα περασμένα, τὸν παλα͜ιὸ καιρό, Φράγκοι πατοῦν τὴν Πόλι τὴν ἀπάτητη ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 4. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ᾽Ιδ. Χρον. Μορ Η 3025 (ἔκδ. JSchmitt) «μαντατοφόρους ἔστειλαν ’ς τὸν πρίγκιπα Γουλιάμον | συμβίβασιν ἐζήτησαν, ἀπάτητοι νὰ εἶναι». Συνών. ἄπαρτος 2. β) Ἀμόλυντος, ἁγνός, παρθένος, ἐπὶ νέας Μακεδ.: Ἀπάτητη κόρη. Συνών. ἄγγιˬαχτος 3, ἄγγιχτος 3, ἀμάκκωτος 2, ἀπάρθενος 1, ἀπασπάτευτος 3. 2) Ἀπαράβατος, ἱερὸς ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,66: Ποίημ. Τ’ εἶναι τοῦ κόσμου ἀπάτητο σημερινὸ ζακόνι βασιλοπούλλα ὁ βασιλεάς, φτωχειὰ ὁ φτωχὸς νὰ παίρνῃ. 3) Ὁ μὴ ἐπηρεασθεὶς ὑπὸ νεκροῦ, ἐπὶ παιδίων Πόντ. (Χαλδ.): Τὸ παιδί μ᾿ ἀπάτετον ἔν᾿, ἄμμα κἄτ’ ἄλλο dέρτ’ εὗρεν ἀτο (τὸ παιδί μου δὲν ἐβλάβη ἀπὸ νεκρὸν ἢ ἐξωτικόν, ἀλλὰ τὸ βρῆκε ἄλλο κακόν). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀπάτ’τους Θεσσ. (Καλαμπάκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA