ἀπατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπατῶ κοιν. ἀπατάου Πελοπν. (Λεντεκ. Τριφυλ. κ.ἀ.) ’πατῶ Ἤπ. Θρᾴκ. Κύπρ. ’πατάου Πελοπν. (Λεντεκ.) Μέσ. ἀπατῶμαι λόγ. σύνηθ. ἀπατε͜ιέμαι σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀπατῶ.

Σημασιολογία

1) Δολιεύομαι, ἐξαπατῶ τινα κοιν.: Μ’ ἀπάτησε καὶ μοῦ πῆρε τὰ λεφτὰ κοιν. ᾿Εγὼ δὲν ἀπατάου τὸν κόσμο Πελοπν. (Τριφυλ.) Συνών. γελῶ, ξεγελῶ. β) Μέσ. πλανῶμαι λόγ. σύνηθ.: Ἀπατᾶσαι, φίλε μου, δὲν εἶναι ὅπως τὰ λές. Συνών. γελε͜ιέμαι (ἰδ. γελῶ). 2) Ἀποπλανῶ, διαφθείρω, ἐπὶ κόρης κοιν.: Ἀπάτησε τὸ κορίτσι. Την ἀπάτησε τὴν κωπέλλα κ’ ὕστερα δὲν ἤθελε νὰ τὴν παντρευτῇ κοιν. Δὲν ἀπατε͜ιέται μὲ κἀνένα ἡ ἀδρεφή σου ποῦ τὴν λές τόσο τίμια ὁποὺ εἶναι; (ἐκ παραμυθ. δὲν ἀπατε͜ιέται=δὲν εἶναι δυνατὸν ν᾿ ἀπατηθῇ) Κέρκ. (Νύμφ.) ’Ετάισε τὰ αὐταδέλφιˬα τῆς ’πατημένης κόρης καὶ ἡσύχασαν (᾽Εβδομ. 6, 25, 8). Συνών. ἀγγίζω Α4γ, ἀναπατῶ, καταστρέφω, ξεπαρθενεύω, πειράζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/